ρητό


ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΣΙΓΗΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΒΑΘΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ. Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΥΠΑΝΤΗ ΜΕ ΘΕΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.

                               
    
ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ:https://soundcloud.com/r1rmrt4qbvg4 

Τήν Κυριακή αὐτή ἀγαπητοί μου συνυπάρχουν, ὑπαντῶνται δύο γεγονότα. Τό ἕνα εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. Τό ἄλλο εἶναι ἡ ὑπαντή τοῦ Χριστοῦ μέ τή Χαναναία γυναίκα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ἡ περικοπή ἀπό τό κατά Ματθαίον ἱερό Εὐαγγέλιο. Ἀλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά.

Πρίν λίγες ἡμέρες, ἐορτάσαμε μία ἀπό τίς μεγάλες γιορτές τῆς πίστεώς μας, αὐτήν τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁποία ἐντάσεται στό δωδεκάορτο, δηλαδή τό σύνολο τῶν ἐορτασμῶν τῶν σημαντικῶν γεγονότων πού ἀφοροῦν τό Χριστό μας. Ἡ Ὑπαπαντή ὅμως δέν εἶναι μόνο ἐορτή τοῦ Χριστοῦ μας, δεσποτική. Εἶναι καί τῆς Παναγίας μας, δηλαδή εἶναι καί Θεομητορική καί ὡς τέτοια διαρκεῖ ἀρκετές ἡμέρες. Συγκεκριμένα, ἑπτά.

Ἔτσι, ὅπως καταλαβαίνουμε εἶναι γιορτή διπλή καί μεγάλη. Ἐχει αἴγλη. Ἔχει λαμπρότητα. Ἔχει νόημα καί σημασία, παρόλω πού στήν ἐποχή μας δέν τυγχάνει τῆς ἀπαραίτητης προσοχῆς ἀπό ἐμᾶς καί ἔχει χαθεῖ μέσα στήν καθημερινότητά μας. Στά βυζαντινά χρόνια ὅπως κάθε μεγάλη γιορτή ἦταν ἀργία καί ἐορταζόταν μέ κάθε μεγαλοπρέπεια. Στόν ἐκκλησιασμό τῆς ἡμέρας συμμετεῖχε καί ὁ αὐτοκράτορας μέ ὅλη τή συνοδεία του καί μετά τό τέλος παρεῖχε ἐορταστικό πρόγευμα σέ ὅλους. Βεβαίως τήν Θεία Λειτουργία τελοῦσε ὁ Πατριάρχης τῆς Βασιλεύουσας Πόλης μέ κάθε μεγαλοπρέπεια.

Τό γεγονός τῆς ἐορτῆς, εἶναι ὁ σαραντισμός τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος κάθε πρωτότοκο ἀγόρι ἦταν ἅγιο καί ἔπρεπε γι αὐτό νά ἀφιερωθεῖ στό Θεό. Αὐτό γινόταν σαράντα ἡμέρες μετά τή γέννηση. Οἱ γονεῖς πήγαιναν τό παιδί στό ναό προσφέροντας καί κάποιο δῶρο. Ἔτσι γινόταν  ἡ ἐξιλέωση καί  ὁ καθαρισμός τῆς μητέρας, ἡ ὁποία γιά σαράντα ἡμέρες ἀπό τόν τοκετό θεωρεῖτο ἀκάθαρτη. Μετά ἀπό τό σαραντισμό, μποροῦσε καί πάλι νά ἐπανέλθει στήν καθημερινότητά της.

Στό ναό τῶν Ἰεροσολύμων ὑπῆρχε ἕνας γηραλέος καί μέ βαθιά πίστη ἱερέας, ὁ Συμεών. Αὐτός εἶχε πληροφορία ἀπό τό Θεό πώς δέν θά πεθάνει, ἐάν πρώτα δέν πάρει στά χέρια του τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Τόν σωτῆρα τοῦ κόσμου. Αὐτός λοιπόν ὑποδέχεται τό Χριστό ὡς βρέφος καί τελεῖ τά τοῦ σαραντισμοῦ γιά Αὐτόν καί τήν Παναγία μας.

Γεμάτος ἀγαλίαση λέει τά λόγια πού λέμε στό τέλος κάθε ἑσπερινοῦ: «Νῦν ἀπολύεις τόν δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμα σου ἐν εἰρήνη, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὁ ἠτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξα λαοῦ σου Ἰσραήλ». «Τώρα, μπορῶ νά πεθάνω Θεέ μου γεμάτος εἰρήνη στήν ψυχή μου. Γιατί τά μάτια μου εἶδαν τή Σωτηρία Σου, πού ἔχεις ἐτοιμάσει γιά ὅλα τά ἔθνη καί ἡ ὁποία εἶναι φῶς πού θά ἀποκαλυφθεῖ σέ αὐτά καί ἀποτελεῖ  δόξα γιά τό λαό σου τόν Ἰσραήλ»...

Πολλά χρόνια ἀργότερα, περίπου τριάντα τρία, ὁ Χριστός μας περιοδεύοντας καί κηρύτοντας τό σωτήριο λόγο Του, φτάνοντας στά ἀκρόρια τῆς Ἰουδαίας, πέρασε στά μέρη μεταξύ Τύρου καί Σιδώνας. Μέρη ὅπου ζοῦσαν ἐθνικοί. Εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ μία εἰδωλολάτρισα ὁρμᾶ μέσα ἀπό τό πλῆθος πρός τόν Ἰησοῦ καί Τόν παρακαλεῖ νά ἀπαλλάξει τήν κόρη της ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ.

Ἀρχικά ὁ Χριστός δέν δίνει σημασία. Οἱ μαθητές Τόν παρακαλοῦν νά τή βοηθήσει γιατί τούς ἔχει πάρει ἀπό πίσω καί καθώς φωνάζει δυνατά τούς ἐνοχλεῖ! Ὁ Χριστός  τούς ἀπαντᾶ πώς ἔχει ἔλθει μόνο γιά τούς Ἰσραηλίτες. Ὅμως ἡ γυναίκα ἔχει φτάσει κοντά τους καί πέφτοντας στά πόδια Του, ζητάει τή βοήθειά Του. Ὁ Χριστός τότε τή δοκιμάζει μέ ἕνα πολύ βαρύ καί ὑποτιμητικό λόγο, «...Δέν εἶναι σωστό νά παίρνεις τό ψωμί ἀπό τά παιδιά σου καί νά τό δίνεις στά σκυλιά».

Ἡ γυναίκα τό ἄκουσε καί ἀμέσως ἀπαντᾶ, «...Ναί, Κύριε! Τά σκυλιά ὅμως χορταίνουν ἀκόμη καί ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους!!!». Ὁ Ἰησοῦς τότε μέ θαυμασμό τῆς ἀπαντᾶ, «Ὥ γυναίκα! Ἔχεις πραγματικά μεγάλη πίστη! Ἄς γίνει τό θέλημά σου». Ἀκριβώς τή στιγμή ἐκείνη ἡ κόρη της θεραπεύτηκε, ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ.

Αὐτά λοιπόν εἶναι τά δύο γεγονότα πού ὑπαντῶνται τήν Κυριακή αὐτή. Στό πρώτο, ὁ θεάνθρωπος Χριστός ὡς βρέφος, παραδίδεται ἀπό τούς κατά κόσμον γονείς Του,  στά σεβάσμια καί εὐλαβή χέρια τοῦ γηραλέου ἱερέα Συμεώνος. Στό δεύτερο, μέ ἀνδρική κατά κόσμον ἡλικία, συναντᾶται μέ τή Χαναναία εἰδωλολάτρισα γυναίκα. Τό πρώτο εἶναι Ὑπαπαντή, δηλαδή ὑποδοχή. Τό δεύτερο εἶναι ὑπαντή, δηλαδή συνάντηση.

Τό πρόσωπο πού ἐνώνει τά δύο αὐτά γεγονότα εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Θεός πού ὡς ἄνθρωπος ἐπισκέπτεται τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Ἔρχεται σέ ὑπάντησή τους. Ἀπό τήν ἀϊδιότητά Του, δηλαδή ἀπό τόν μυστηριακό τρόπο μέ τόν ὁποίο ὑπάρχει, περνᾶ στό χῶρο καί τό χρόνο καί ἔρχεται σέ κατά πρόσωπο συνάντηση μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐξέρχεται ἀπό τόν «τόπο» τῆς μακαριότητάς Του καί περνᾶ στόν τόπο τῆς τύρβης (ταραχῆς, ἀταξίας, θορύβου) καί τῆς φθορᾶς.

Ἔρχεται μέ ὕπαρξη οἰκεία γιά τόν ἄνθρωπο καί τρόπο φιλικό, γιά νά τοῦ συστηθεῖ, νά γνωριστούν μεταξύ τους καί νά δημιουργήσουν κοινωνία. Μία δηλαδή βαθιά σχέση. Σχέση ἀγάπης, ἐκτίμησης καί ἐμπιστοσύνης, ἀπό τή διενέργεια τῆς ὁποίας ὁ μόνος ὡφελούμενος θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τή σχέση αὐτή θά τήν ὀνομάσουν πίστη. Ἡ ὁποία θά γίνει Ἐκκλησία. Ἕνας τρόπος μέσα στόν ὁποίο ἐνεργείται αὐτή ἡ σχέση. Γι αὐτό τήν πίστη μας στό Θεό δέν πρέπει νά τή λέμε θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία. Γιατί εἶναι αὐτό πού δημιούργησε μέ τήν ἀγάπη Του ὁ ἵδιος ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι κάνουν θρησκείες. Ὁ Θεός κάνει Ἐκκλησία.  

Δηλαδή πρώτα ἕνα τρόπο καί μετά ἕνα τόπο μέσα στόν ὁποίο μπορεῖ νά καλιεργηθεῖ αὐτή ἡ γνωριμία. Αὐτή ἡ σχέση. Νά γίνει πίστη καί ἐμπιστοσύνη. Μιά βαθιά καί δυνατή συνάντηση. Ἀπό καρδιᾶς. Μιά συνάντηση πού θά εἶναι ἀλληλοαποκάλυψη. Μιά ἐξελισσόμενη καί εἰλικρινής, ἀπό τά γενικά στά ποιό εἰδικά γνωριμία. Μία κατάσταση πού ὅσο προχωρᾶ, ὁ ἕνας μαθαίνει πολύ καλύτερα καί πολύ περισσότερο τόν ἄλλο.

Μιά κατάσταση πού εἶναι ἀσφαλής καί ὡς τέτοια δέν ἔχει ποτέ φόβο, ἀλλά ἀγάπη, πίστη καί σεβασμό. Γι αὐτό καί κάποτε γίνεται καί ἐξομολόγηση. Γιατί ἀπό τό Θεό δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε. Ὅταν εἴμαστε κοντά Του εἴμαστε ἀσφαλείς. Ἡ ἁμαρτία γίνεται ὅταν στήν πραγματικότητα ἔχουμε βρεθεῖ μακριά ἀπό τό Θεό, ἄν τό καταλαβαίνουμε. Πού δέν τό καταλαβαίνουμε!

Γι αὐτό καί ὅταν ἔχει προϋπάρξει ἔστω καί λίγο αὐτή ἡ θεία σχέση καί γνωριμία, εἶναι αὐτή πού μᾶς ἐνθαρύνει νά ἐπιστρέψουμε ἐξομολογούμενοι, χωρίς φόβο καί μέ εἰλικρινή μετάνοια. Γιατί τόν Θεό δέν πρέπει ποτέ καί γιά τίποτε νά Τόν φοβόμαστε. Ἀλλά νά Τόν σεβόμαστε βαθιά, νά Τόν ἐμπιστευόμαστε καί νά Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι εἴμαστε καί ὅ,τι ἔχουμε. Γιά αὐτά πού ἔχουμε καταλάβει πώς εἶναι δῶρα Του καί γι αὐτά πού δέν ἔχουμε καταλάβει.

 Ὅπως διδάσκει καί ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «Δόξα τῷ Θεῷ, πάντων ἔνεκεν». Ὁ ὁποίος σίγουρα εἶχε ζήσει αὐτή τή σχέση σέ ὑπέρτατο βαθμό. Ὅπως καί ὁ γηραλέος Συμεών. Ὅπως καί ἡ Χαναναία κι ἄς ἦταν στό θρήσκευμα εἰδωλολάτρισα. Χωρίς καί ἡ ἴδια νά τό καταλάβει, εἶχε προχωρήσει σέ μία ὅπως λέγεται θεολογικά, ὑπαρξιακή συνάντηση μέ τό Χριστό.

Κάτι πού μποροῦμε νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Νά προχωρήσουμε σέ μία βαθιά καί εἰλικρινή γνωριμία μέ τό Χριστό. Νά κάνουμε πραγματικά κοινωνία μαζί Του. Νά ἀνοιχτοῦμε καί νά δωθοῦμε στήν ἀγάπη Του, ὅπως πρώτος Αὐτός κάνει. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία Του ὁ Χριστός ἐξέρχεται αἰωνίως σέ μία ὑπάντηση καί γνωριμία μέ τόν κάθε πιστό καί μᾶς καλεῖ πάντοτε σ’αὐτή.

Ἄς ἀπαντήσουμε στό κάλεσμά Του γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε πραγματικά τήν πίστη. Ὡς γνωστοί ὄχι μόνο μέ αὐτόν, ἀλλά καί μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς χριστιανούς. Νά πάρουμε παράδειγμα καί θᾶρρος ἀπό τό Χριστό καί νά κινηθοῦμε κι ἐμεῖς πρός γνωριμία μεταξύ μας. Νά ζήσουμε τήν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητά μας, κάτι πού ἔχουμε ξεχάσει καί πολλά ἔχουμε χάσει.

Νά ξανασυστηθοῦμε καί νά ποῦμε καλημέρα μεταξύ μας, κι ἄς μή γνωριζόμαστε καλά. Θά εἶναι μία εὐκαιρία νά γνωριστοῦμε. Νά κάνουμε ὑπαντή καί ὑπαπαντή. Νά κάνουμε κοινωνία. Ὅπως κάνει κι ὁ Χριστός. Ἔτσι ὅταν κάποτε κοινωνοῦμε, νά κοινωνοῦμε εὐρισκόμενοι σέ κοινωνία καί ὄχι ἀκοινώνητα.

 

                       


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου