ρητό


ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΣΙΓΗΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΒΑΘΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΚΤΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

 

 
ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ: https://soundcloud.com/r1rmrt4qbvg4

Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος,...Μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια χαλασμένα καί νεκρά... σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ Τυφλὸς ἐκ γενετῆς,... Σέ ἐσένα Χριστέ μου ἔρχομαι ὅπως ὁ γεννημένος τυφλός...ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει, τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον... Καί σέ μετάνοια εὐρισκόμενος σοῦ φωνάζω· Αὐτῶν πού εἶναι στό σκοτάδι, Ἐσύ εἶσαι τό φῶς τό ποιό λαμπρό.

          Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς του ἀγαπητοί μου, ὁ τυφλός τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δέν εἶδε ποτέ τίποτε γιατί γεννήθηκε τυφλός. Καί μάλιστα ὄχι ἀπλά τυφλός, ἀλλά κυριολεκτικά ἀόματος, χωρίς μάτια. Οἱ κόγχες τοῦ προσώπου του δέν εἶχαν βολβούς! Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἦταν σάν νά μή γεννήθηκε καί παρέμενε στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀφοῦ δέν εἶχε τήν ἰκανότητα νά δεῖ τί καί ποιός ὑπάρχει γύρω του. Ἔμαθε νά ζεῖ ἀκούγοντας. Προσπαθοῦσε νά δεῖ μέ τά αὐτιά του.

Ἀλλά καί τί νά καταλάβει ἔτσι; Καί νά τοῦ ἔλεγαν γιά τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ, πῶς νά σχηματίσει τή σωστή εἰκόνα ἀφοῦ δέν εἶχε δεῖ ποτέ στή ζωή του κανένα χρῶμα! Ἀπό αὐτό μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς ταυτίζονται οἱ ἔννοιες τῶν ρημάτων βλέπω καί γνωρίζω. Ἡ ὅραση ὁλοκληρώνει τή γνώση. Καταλαβαίνεις σωστά κάτι, ὅταν μπορεῖς καί τό βλέπεις. Καταλαβαίνεις;;;

Τό τροπάριο πού προαναφέραμε, μᾶς κάνει λόγο γιά μιά ἰδιαίτερη τυφλότητα. Αὐτήν τῆς ψυχῆς. Μᾶς μιλάει γιά τά μάτια τῆς ψυχῆς. Καί ὁπωσδήποτε θά ἀποροῦμε καί θά σκεφτόμαστε: Ἔχει ἡ ψυχή μάτια; Θά ἔχει! Γιά νά τό λέει ὁ ὑμνωδός, σίγουρα κάτι θά ξέρει! Ναί ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά μάτια; Ποῦ εἶναι; Πῶς δουλεύουν;
          Ἡ ὕπαρξή μας ἀγαπητοί μου ἔχει δύο ὑποστάσεις, τήν ὑλική καί τήν πνευματική. Κατά κανόνα στήν καθημερινότητά μας ἀντιλαμβανόμαστε καί δουλεύουμε κυρίως τήν ὑλική. Ζοῦμε, ἐνεργοῦμε ἐπάνω στή βάση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Στήν ἀντίληψή μας καί ἄρα στήν ἐπεξεργασία τῶν αἰσθήσεων μας κυριαρχοῦν αὐτά πού εἶναι ὀρατά, τά ὑλικά ὅπως λέμε. Τά ὁποία εἶναι βεβαίως πάρα πολλά καί ἔτσι γεμίζουν τή ζωή, τήν ὕπαρξή μας.

Γινόμαστε κι ἐμεῖς «ὑλικοί» ὡς ὑπάρξεις καί τό ἐνδιαφέρον μας καί οἱ μέριμνές μας κινοῦνται γύρω ἀπό αὐτά. Σ’αὐτό βοηθᾶ ὅτι τά περισσότερα εἶναι ἀναγκαία γιά τή ζωή μας. Ἐκπληρώνουν καί ἰκανοποιοῦν βασικές ἀνάγκες καί ἔνστικτά μας. Αὐτό δέν εἶναι κακό, δέν εἶναι λάθος. Γιά νά ζήσουμε θά πρέπει καθημερινά νά μποροῦμε νά παίρνουμε ὅ,τι χρειάζεται καί εἶναι ἀπαραίτητο γι αὐτό. Τό πρόβλημα ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἀπό τή στιγμή πού ἡ «κεραία» τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ συνείδησή μας, συντονίζεται καί εὐθυγραμίζεται ἀποκλειστικά σέ αὐτά.

Τότε ξεχνοῦμε σχεδόν τελείως αὐτό πού προαναφέραμε. Ὅτι ἡ ὕπαρξή μας ἔχει δύο ὑποστάσεις, θά μπορούσαμε νά ποῦμε δύο ζωές. Τήν ὑλική καί τήν πνευματική. Ὁ κόσμος, ὁ ὀρίζοντάς μας στενεύουν, γίνονται μικροί, ἐγκλωβίζονται ὅπως προείπαμε στά αἰσθητά καί ἀγνοοῦμε, χάνουμε τελείως τήν πνευματική ὑπόσταση τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε σάρκες ὅπως ἀναφέρεται τό ἀνθρώπινο εἶδος στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Νῶε.

Τό πνευματικό ὄργανο ὅμως τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ ψυχή δέν χάνεται ποτέ. Μάλιστα ὑπάρχει καί μετά τό θάνατό μας. Ἡ ψυχή λοιπόν τί κάνει; Πῶς ὑπάρχει; Μέ τί καί μέ ποιά ἀσχολεῖται; Ἡ ἴδια γιά νά ζήσει ὡς πνευματική ὑπόσταση, δέν θέλει τήν ἀνάλογη τροφή; Φυσικά καί θέλει. Θέλει πνευματική τροφή! Καί ποιά εἶναι ἡ πνευματική τροφή; Δέν εἶναι δύσκολο νομίζω νά καταλάβουμε ὅτι εἶναι ἡ πίστη.

Ποιά πίστη ὅμως, αὐτή πού περιορίζεται στό ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός καί ὁ Υἱός Του ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο; Καί μετά ἔγινε ἡ Ἐκκλησία πού ἔχει τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους πού ἔχει καί γιορτές καί στίς ὁποίες πολλές φορές κάνουμε καί γλέντια καί περνᾶμε καλά; Ὄχι ἀγαπητοί μου! Ὄχι αὐτή ἡ πίστη! Αὐτή ἡ πίστη δέν εἶναι ζωή! Δέν ἔχει αἰωνιότητα! Δέν ζωοποιεῖ τήν ψυχή! Τήν ἐξασθενεῖ! Τή νεκρώνει!

Τήν κάνει νά μήν εἶναι αὐτό πού μπορεῖ νά εἶναι, δηλαδή ὁ κυρίαρχος καί ὁ ὁδηγός τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ φωτεινή δύναμη πού δείχνει καί μᾶς ὡθεῖ νά θέλουμε νά ἀνεβοῦμε πνευματικά, δηλαδή νά ἐνωθοῦμε μέ τό Θεό. Τότε ἡ ψυχή συμπνίγεται μέσα στά αἰσθητά καί ὑλικά καί χάνει τό φῶς της! Τά μάτια της παθαίνουν ζημιά! Τυφλώνεται! Ξεχνάει ὅτι ἡ πίστη εἶναι μία καθημερινά ἐνεργούμενη σχέση μέ τό Θεό.

Ἀφοῦ νεκρώνεται, δέν ζητάει, δέν ἐπιθυμεῖ, δέν ἐνεργεῖ αὐτά πού τήν τρέφουν. Τήν προσευχή, τή νηστεία, τόν ἐκκλησιασμό, τήν ἐξομολόγηση, τή Θεία κοινωνία, τήν ἀνάγνωση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤ ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων. Τόν καλό ἀγώνα γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Τόν ἀνάλογο ἀγώνα μέ τήν κακότητα καί τήν ἁμαρτία πού ὑπάρχουν αὔθονες στή ζωή τριγύρω μας ἀλλά καί μέσα μας. Τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί κυρίως τῆς ταπεινώσεως καί τῆς συγχωρήσεως. Τήν ἐπιθυμία τῆς σωστῆς καί ὁλοκληρωμένης μετάνοιας.  

Τά μάτια λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ αἴσθησή της γιά ὅ,τιδήποτε τήν ἀφορᾶ καί καταλαβαίνουμε ὅτι λειτουργοῦν σωστά, ὅτι βλέπουν καλά, ἀπό τό πῶς καί τό τί μᾶς δείχνουν ὡς ζητούμενα καί ἀναγκαία γιά τή ζωή μας. Τά θέλω, οἱ ἐπιθυμίες μας, μᾶς δείχνουν τό πῶς ὑπάρχουν καί τό πῶς δουλεύουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἄν δουλεύουν σωστά. Ἀν βλέπουν καλά. Ἄν τελικά μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή κοντά στό Χριστό ἤ χωρίς νά τό καταλάβουμε καί κυρίως ἀπολαυστικά, μᾶς ὁδηγοῦν στό χαμό καί στήν αἰώνια κόλαση.

Γιά νά μπορεῖ ἡ ψυχή νά εἶναι πραγματικά ζῶσα καί τά μάτια της νά δουλεύουν σωστά, θά πρέπει καθημερινά νά εἶναι συνδεμένη μέ τό ἕνα καί μοναδικό φῶς. Τό ὑπέρλαμπρο ὅπως μᾶς εἶπε τό προαναφερθέν τροπάριο, τό Χριστό. Ὁ Ὁποίος ὅπως λέει στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο Του: «...Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου· Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή περιπατήση ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ἔξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· Ὅποιος μ’ἀκολουθήσει δέν θά βαδίσει στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἀποκτήσει τό φῶς τῆς ζωῆς.

Αὐτό τό φῶς φαίνεται πώς δέν τό εἶχαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, ὅπως βλέπουμε καί στή σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, παρόλῳ πού ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι τῆς πίστεως! Γι αὐτό καί δέν μποροῦν νά δοῦν,  ἄρα νά καταλάβουν καί ἔτσι νά ἀποδεχθοῦν, ὅτι γιά νά βρεῖ ὁ δύστυχος καί ταλαίπωρος ἀόματος τυφλός τό φῶς του, ἐνήργησε ἡ ἐνσαρκωμένη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὁ Μεσσίας πού περιμένανε! Γιά ἄλλη μία φορά τά μάτια τῆς ψυχῆς τους μποροῦν νά δοῦν μόνο τό ὅτι εἶναι Σαββάτο καί ὅποιος θεραπεύει τέτοια ἡμέρα, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ! (sic)

Αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη τυφλότητα τῆς ψυχῆς, ἡ πώρωση! Ἡ σκλήρυνση καί ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς! Ἡ ἐπικίνδυνη αὐτή κατάσταση πού δημιουργεῖται ὅταν ἡ ψυχή ἀκινητοποιεῖται καί μπαίνει σέ λήθαργο. Ὅταν κυριαρχεῖ μία παράξενη, δυσδιάκριτη, ἀλλά πολλή ἐπικίνδυνη αὐτάρκεια τῆς πίστεως. Πού δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση πώς γνωρίζει καλά τό Θεό καί μπορεῖ κάθε τι πού συμβαίνει, νά καταλάβει ἄν εἶναι ἀπό Αὐτόν ἤ ὄχι. Ὅτι μπορεῖ νά ἐξηγεῖ καί νά ἐρμηνεύει ἀποκλειστικά καί μόνο αὐτή, τό Θεό καί τό θέλημά Του.

Κάτι τό ὁποίο δέν εἶναι καθόλου ἀπλό καί εὔκολο. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό, ὁ Ὁποίος καί πάλι μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι: «...εἰς κρίμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἴνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». «Ἐγώ ἦλθα γιά νά φέρω κρίση στόν κόσμο, ἔτσι ὥστε οἱ τυφλοί νά βροῦν τό φῶς τους καί αὐτοί πού βλέπουν νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί.

Αὐτό μᾶς ἀποδεικνύει περίτρανα πώς πάντοτε ὡς πρός τήν πίστη θά πρέπει νά λέμε: «Ξέρω πολλά. Ξέρω ἀρκετά. Ἄραγε, πόσα ἀκόμη ἔχει νά μάθω;» Γιά νά μάθω ὅμως, θά πρέπει νά προσπαθήσω, νά καθαρθῶ, γιά νά ἔρθει ἔτσι ὁ φωτισμός καί ἡ χάρις τοῦ  Χριστοῦ στή ζωή, στήν ψυχή μου. Γιά νά μπορέσω νά δῶ κατά Χριστόν, θά πρέπει πρῶτα νά ὑπάρξω ὡς τυφλός. Καί ὡς τέτοιος νά ἐμπιστευθῶ τό Χριστό καί νά Τόν κάνω ὁδηγό μου. Νά κάνω τό Εὐαγγέλιό Του τρόπο ζωῆς. Γιά νά γίνει τότε Ἐκείνος «φῶς ταῖς τρίβοις μου καί λύχνος τοῖς ποσί μου», δηλαδή «φῶς στούς δρόμους πού θά διαβῶ καί λυχνάρι γιά νά βλέπουν ποῦ θά πατοῦν τά πόδια μου». Δῶσ’ Κύριε τοῦτο!

 

 

 

 


KYΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ. Η ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.


ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ:https://soundcloud.com/r1rmrt4qbvg4

Πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε,...Mέ πίστη καθώς ἦλθε ἡ Σαμαρείτιδα στό πηγάδι, εἶδε Ἐσένα (Χριστέ) τῆς σοφίας τό νερό,...ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῶς βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο, αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.... ἀπό τό ὁποίο ἄφθονο καθώς ἦπιε κέρδισε γιά πάντα τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ ἄξια νά ὑμνεῖται.

Μία φυσική ἀνάγκη, αὐτή τῆς δίψας ἀγαπητοί μου, ὁδήγησε τήν ἡμέρα ἐκείνη τή Σαμαρείτιδα, νά πάει στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ γιά νά ἀντλήσει τό ἀπαραίτητο φυσικό στοιχείο γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Φυσικά δέν ἦταν ἡ μόνη φορά πού τό ἔκανε αὐτό. Πολλές φορές τό εἶχε κάνει. Αὐτή ὅμως ἦταν ἡ σημαντικότερη καί ἡ ποιό ὡφέλιμη, ἀφοῦ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί τό τροπάριο πού προαναφέραμε, συναντήθηκε μέ τό Χριστό. Τό ἀληθινά καί αἰώνια ζωντανό νερό, τήν πηγή τῆς ζωῆς τήν ἀστείρευτη, ἀπό τήν ὁποία ἦπιε ἄφθονα καί κέρδισε ἔτσι τήν αἰώνια ζωή στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Πραγματικά γιά ἄλλη μία φορά θαυμάζουμε τά μεγαλεία τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, πού κάνει θαύματα καί στήν περιπτωσή μας τό θαῦμα εἶναι ἡ μεταμόρφωση τῆς Σαμαρείτιδας. Ἡ ὁποία ὡς ἄνθρωπος, ὡς γυναίκα, δέν ἦταν καί πολλῆς ὑπολήψεως. Ἀρχικά μέσα ἀπό τήν εὐαγγελική διήγηση φαίνεται γιά μιά γυναίκα τῆς ὁποίας ἡ ζωή ἦταν ἀκατάστατη καί ταραχώδης, κυρίως στόν τομέα τῆς ἀγάπης. Ὅταν τῆς λέει ὁ Χριστός μας πήγαινε φώναξε τόν ἄντρα σου, αὐτή Τοῦ ἀπαντάει πώς δέν ἔχει.

Ὁ Χριστός τήν ἐπιβραβεύει γιά τήν ἀλήθεια της καί τῆς λέει πώς ἤδη εἶχε πέντε καί μέ αὐτόν πού συνυπάρχει τήν περίοδο ἐκείνη, ἦταν μιά ἀκόμη ἐρωτική συμβίωση χωρίς ἐπισημότητα. Αὐτό τήν ἐποχή ἐκείνη δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβουμε ὅτι ἦταν πάρα πολύ προχωρημένο καί μεγάλο σκάνδαλο. Αὐτή ἡ ἀταξία καί ἀκαταστασία στό συναισθηματικό κόσμο τῆς Σαμαρείτιδας. Κατά πάσα πιθανότητα ἐκείνη θά ἦταν πού ἔδιωχνε τούς κατά καιρό συζύγους της.

Αὐτό κατά βάθος κρύβει ἕνα πνεῦμα ἀνήσυχο καί ἀνικανοποίητο. Μιά ψυχή πού δέν ἀναπαύεται εὔκολα. Ἡ Σαμαρείτιδα βαθιά μέσα της ζητοῦσε καί ἔψαχνε κάτι ἀνώτερο, κάτι περισσότερο ἀπό αὐτά πού ἔχει νά δώσει ἡ ζωή καί ὁ κόσμος μας. Γι αὐτό ὅταν συναντήθηκε μέ Τόν μόνο πού μπορεῖ καί ἀναπαύει καί ἰκανοποιεῖ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, τό Χριστό, γέμισε τόσο πολύ καί τόσο βαθιά ἡ ψυχή καί ἡ ζωή της, πού ἀπό πόρνη γυναίκα ὅπως τήν ὀνομάζει ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς ἡμέρας, ἔγινε ἡ ἁγία ἰσαπόστολος Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα. Ἡ ὁποία  κήρυξε τό Εὐαγγέλιο σέ Ἀφρική καί Ρώμη ὅπου καί μαρτύρησε μαζί μέ τούς γιούς καί τίς πέντε ἀδελφές της ἐπί Νέρωνος. Αἰτία τοῦ μαρτυρίου της ἦταν ὅτι ἡ ἁγία Φωτεινή κατάφερε νά ἐλκύσει στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ τή Δομνίνα, κόρη τοῦ Νέρωνα, μαζί μέ κάποιες ὑπηρέτριές της.  

Πραγματικά μποροῦμε νά θαυμάσουμε τή μεταμορφωτική δύναμη τῆς Θείας χάριτος. Ἡ ὁποια ὅταν βρεῖ τήν κατάληλη προαίρεση στίς ἀνθρώπινες καρδιές, κάνει τό ἀπίθανο, πιθανό. Τό ἀκατόρθωτο, κατορθωτό. Τόν ἁμαρτωλό, ἅγιο. Ὁ καρδιογνώστης Κύριος διείδε ὅλη αὐτή τή δυναμική τῆς Σαμαρείτιδας. Εἶδε ἕνα ὑποψήφιο ἀπόστολο τοῦ Εὐαγγελίου Του καί συζήτησε μαζί της, χωρίς  νά προσμετρήσει τό ὅτι ὅπως τοῦ εἶπε καί ἡ Σαμαρείτιδα, «οὔ συγχρῶνται Ἰουδαίοι Σαμαρεῖτες», δέν ἔχουν σχέσεις μεταξύ τους οἱ Ἰουδαίοι μέ τούς Σαμαρείτες.

Ὅμως ἡ γυναικα ἐκείνη ὅπως προαναφέραμε στό τροπάριο μέ τό ὁποίο ἀρχίσαμε, εἶχε πίστη. Εἶχε πίστη ὄχι ὅπως τήν ἐννοοῦμε οἱ περισσότεροι, δηλαδή μιά ἀποδοχή καί μία τακτοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ θέματος τῆς ζωῆς μας μέ κάποια λίγα βασικά πράγματα καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τίποτε ἄλλο. Μία στάσιμη ἐπίπεδη κατάσταση. Ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε πίστη μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῆς ἀναζητήσεως. Ὅπως εἴπαμε ἦταν ἀνικανοποίητη. Ἐψαχνε συνεχῶς και ἐρευνοῦσε. Εἶχε ἀπορίες.

Ἀπορίες ὄχι τυπικές, ἐπουσιώδεις καί ἀνούσιες, ὅπως ἔχουμε κι ἐμεῖς σχεδόν πάντοτε. Εἶχε ἀπορίες καί ἐρωτήματα βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα καί κυρίως, ἤθελε νά ξέρει σωστά καί ἀληθινά τί εἶναι αὐτό πού παρέλαβε ὡς πίστη ἀπό τούς προγόνους της καί πῶς πρέπει νά εἶναι γιά νά ἔχει στόχο καί ἀποτέλεσμα, ἄρα σωτηρία. Γι αὐτό ἡ πρώτη ἐρώτηση πού κάνει στό Χριστό μας εἶναι τό ποῦ πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός. Στό βουνό Γαριζείν τοῦ τόπου της ἤ στό ναό τῶν Ἰεροσολύμων;

Ἄν ἦταν σάν πολλούς ἀπό ἐμᾶς θά εἶχε μία ἐν πολλοῖς ἐπικίνδυνη σιγουριά γιά ὅσα εἶχε λάβει ἀπό τούς προγόνους της περί πίστεως. Θά σκεφτόταν ὅπως κι ἐμεῖς πώς ὅ,τι πίστευαν καί ἔκαναν οἱ παλιοί στήν πίστη, θά κάνω κι ἐγώ. Αὐτό ἀρχικά δέν εἶναι λάθος. Γίνεται πρόβλημα ἀπό τή στιγμή πού ἀρχίζει νά λειτουργεῖ σάν συνήθεια, σάν ρουτίνα καί στήν πραγματικότητα νεκρώνει τή ζωντάνια πού θά πρέπει νά ἔχει. Κάποτε σέ προχωρημένο στάδιο γίνεται τόσο ἀφηρημένο, συνηθισμένο καί ἀπρόσωπο, πού εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ ἀπόγονος ἀλλά ὁ πρόγονος. Ἡ πίστη ἀπό προσωπική σχέση μέ τό Χριστό, γίνεται μία ἔνδοξη ἱστορία τῶν παλαιῶν πού τελικά ἀφορᾶ μόνο ἐκείνους, ἐνῶ στό παρόν δέν ἐνεργεῖται ἀπό τούς νέους, πού τήν χάνουν μέσα στήν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς καί τό λάϊφ στάϊλ της.

Στήν ἐρώτησή της σέ ποιόν τόπο πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός, ὁ Χριστός τῆς ἀπαντάει: Γυναίκα πίστεψέ με πώς ἔρχεται ὥρα ὅπου οὖτε στό βουνό σας, οὖτε στό ναό μας θά λατρεύεται ὁ Θεός...ἀλλά αὐτός πού θά θέλει νά τό λατρέψει ἀληθινά θά τόν λατρέυει μέ πνεῦμα καί ἀλήθεια...πνεῦμα ὁ Θεός καί αὐτοί πού θά θέλουν νά Τόν λατρεύουν, θά πρέπει νά τό κάνουν μέ πνεῦμα καί ἀλήθεια. «Γύναι πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὅρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἰεροσολύμοις προσκηνύσετε τῷ πατρί...οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ πατρί ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ...πνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».

Ἡ Σαμαρείτιδα γι αὐτό πού ἦταν δέ θά μποροῦσε νά ἔχει ἄλλη μεγάλη ἀπορία, γι αὐτό καί τήν ἐκφράζει πρώτη. Στήν καθημερινότητά της θά σκεφτόταν: Γιά στάσου, οἱ παλιοί οἱ δικοί μας μᾶς μάθανε ὅτι στό βουνό Γαριζείν πρέπει νά προσκυνεῖται ὁ Θεός, οἱ Ἰουδαίοι ἀντιστοίχως πώς πρέπει νά προσκυνεῖται στό ναό τῶν Ἰεροσολύμων. Αὐτός ἐδῶ κάτι παραπάνω ξέρει, εἶναι προφήτης. Ἄς τόν ρωτήσω νά μοῦ λυθεῖ ἡ ἀπορία. Σίγουρα ἡ ἀπάντησή Του θά εἶναι ἡ σωστή. Καί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός τῆς δίνει ὄχι μόνο τή σωστή ἀλλά κυρίως τή σωτήρια ἀπάντηση στήν ἀπορία της.

Ποιά εἶναι ὅμως ἡ ἐν πνεύματι καί ἀληθεία προσκύνηση τοῦ Θεοῦ; Πολλές φορές σ’αὐτό ἀναφερόμαστε κι ἐμεῖς. Θέλοντας νά μιλήσουμε γιά τό Θεό καί τό πῶς εἶναι καί ὑπάρχει, τόν προσδιορίζουμε σάν κάτι οὐράνιο καί νεφελῶδες. Σάν μία διάχυτη ὑπερδύναμη στήν ἀτμόσφαιρα, πού ἐπειδή εἶναι ἔτσι, ὡς πνεῦμα δηλαδή, ὑπάρχει καί διάκειται πνευματικῶς. Ἀλλά αὐτό τό πνευματικῶς τό καταλαβαίνουμε περισσότερο μέ τήν ἔννοια τῆς φιλοσοφίας, τοῦ πνευματώδους μέ τά δικά μας ἀνθρώπινα δεδομένα καί προχωροῦμε ἔτσι σέ μία πολύ ἐπικίνδυνη γιά ἐμᾶς κατανόηση τοῦ Θεοῦ.

Νά τό πῶ λίγο ποιό κοσμικά ὅτι ὁ Θεός εἶναι τόσο ὑπεράνω, ὄχι ὅτι δέν εἶναι, πού σέ πολλά πού ὑπάρχουν καί διδάσκονται ὡς τρόπος λατρείας Του ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν Τόν ἐνδιαφέρουν καί τόσο, δέν εἶναι σημαντικά γι Αὐτόν καί ἄρα δέν εἶναι ἀπαραίτητα νά τά κάνουμε. Αὐτό τό λένε κυρίως αὐτοί πού λένε πώς πιστεύουν μέ τόν τρόπο τους. Αὐτοί πού ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί λιγότερο ἤ περισσότερο φτιάχνουν ἕνα εἴδωλο τοῦ Θεοῦ μέσα τους καί τοῦ διαμορφώνουν μία δική τους, κατά τό δοκοῦν, λατρεία.

Στή μή σωστή ἐπίσης προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, συγκαταλέγονται καί κάποιοι πού ἔχουν ζῆλο καί ἐνδιαφέρον γιά τήν πίστη, ἀλλά δίνουν στό Θεό μία ἔκφραση ἐθνικότητας. Θεωροῦν τό Θεό ὡς μεροληπτικῶς ὑπάρχοντα πρός τήν πατρίδα καί τό ἔθνος μας καί ὅτι εἴμαστε ὁ ἀγαπημένος λαός Του, ὅπως κάποτε οἱ Ἰσραηλίτες. Ὡς πρός αὐτό εἴμαστε ὑπερήφανοι καί μέ ἕνα τρόπο ἐπικίνδυνο ἐφησυχάζουμε, ἔχοντας παράλληλα καί μία αἴσθηση αἰώνιας δόξας ὡς ἀγαπημένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὅπως πάντοτε τά δικαιώματα καί τά προνόμια εἶναι ποιό εὔκολα καί ἀναγνωρίσημα ἀπό τίς ὑποχρεώσεις. Τό νά εἶσαι τό ἀγαπημένο παιδί τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ σπουδαίο. Αὐτό ὅμως σημαίνει πώς Τόν γνωρίζεις καί πολύ καλά καί ξέρεις τί θέλει. Συμβαίνει αὐτό;;; Ξέρουμε σήμερα ἐμεῖς ποιό ἀκριβῶς εἶναι τό θέλημα το Θεοῦ;;;

Ἀκριβῶς πρός τά τελευταία πού ἀναφέραμε, θά πρέπει νά ἦταν καί ἡ πίστη τῆς Σαμαρείτιδας. Γι αὐτό ὁ Χριστός τήν πληροφορεῖ καί τήν διδάσκει ὅτι τό Θεό, δέν μπορεῖς νά Τόν βάζεις μέσα σέ τοπικά ἤ ἀκόμη ἐθνικά δεδομένα. Δέν μπορεῖς νά Τόν ἰδιοποιεῖσαι καί νά θεωρεῖς πώς τόν ξέρεις καλά ἔτσι εὔκολα. Χωρίς ἐνδιαφέρον, χωρίς νά ἐνεργεῖς τή σχέση αὐτή. Ἐν πνεύματι καί ἀληθεία σημαίνει ὅτι ὁ Θεός γνωρίζεται ἀλλά παραμένει καί ἄγνωστος. Γίνεται οἰκίος ἀλλά εἶναι καί ἀνοίκιος. Εἶναι ὑπερβατικός, ἀπροσπέλαστος, ἐλεύθερος καί ξένος ὡς πρός τήν κοσμικότητα τῆς γῆς.

Εἶναι αὐτό πού σημειώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Εἶναι «μή εἶναι, διά τό ὑπέρ εἶναι». Πού σημαίνει ὅτι τό Θεό ὅσο καί νά νομίζουμε πώς Τόν γνωρίζουμε, πάντα θά εἶναι καί Ἄγνωστος καί θά πρέπει νά κινούμαστε συνεχῶς πρός ἀνακάλυψή Του. Αὐτός ὁ τρόπος λατρείας θά μᾶς φέρει στήν ἀλήθεια καί ὡς ἔννοια καί ὡς σχέση μέ ἕνα πρόσωπο, τό Χριστό. Ὁ Ὁποίος ὅπως λέει στό Εὐαγγέλιό Του εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή.

Καί θά καταλάβουμε τότε πώς ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός καί ἄρα ὡς πρός αὐτήν δέν πρέπει ποτέ νά θεωροῦμε πώς τήν κατέχουμε, ἀλλά νά τήν ἐνεργοῦμε. Νά προσπαθοῦμε δηλαδή πάντοτε νά εἴμαστε ἀληθεῖς ἀλλά νά μποροῦμε καί νά ἐπαληθεύουμε αὐτήν τήν ἀλήθεια μας. Αὐτό θά μποροῦμε νά τό κάνουμε ὅταν καθημερινά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε ζωντανή σχέση μέ τήν Ἀλήθεια καί μέσα ἀπό αὐτήν νά ὁδηγούμαστε πρός μία καλύτερη καί πληρέστερη κατανόηση τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἐαυτοῦ μας. Ἄρα πρός μία ὅσο γίνεται σωστότερη, ὁλοκληρωμένη  καί ἄρα σωτήρια λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μία λατρεία «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία». Κύριε. Εὐλόγησον!

 





Β΄ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.

 

 
ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ: https://soundcloud.com/r1rmrt4qbvg4 

Ὅταν κάποτε ὁ Ἰησοῦς ἀγαπητοί μου πλησίασε τούς μαθητές Του περπατώντας  ἐπάνω στά ταραγμένα νερά τῆς Τιβεριάδος λίμνης, αὐτοί βλέποντας αὐτό τό παράδοξο γεγονός φοβήθηκαν, τρόμαξαν. Ὅπως ἀναφέρει καί τό Εὐαγγελικό κείμενο, νόμισαν πώς ἦταν φάντασμα. Ὁ Ἰησοῦς ὅπως πάντα τούς καθυσήχασε, δίνοντάς τους τήν πολύτιμη θεϊκή εἰρήνη Του καί βεβαιώνοντάς τους πώς ἦταν πραγματικά Αὐτός. Ὁ ἀγαπητός τους Διδάσκαλος.

Ἀρκετό καιρό ἀργότερα τά πράγματα ἔχουν ἀλλάξει πρός τό δυσκολότερο. Ὁ Ἰησοῦς συλλαμβάνεται καί σταυρώνεται. Τό γεγονός εἶναι συνταρακτικό καί ἐπικίνδυνο γιά τούς μαθητές. Οἱ ὁποίοι χωρίς τήν παρουσία τοῦ Διδασκάλου τους εἶναι ἀνίσχυροι καί ἐκτεθειμένοι μέχρι θανάτου! Αὐτό τούς φοβίζει καί πάλι. Τούς τρομοκρατεῖ καί τούς κάνει νά κρυφθοῦν γιά νά μήν ἔχουν κι αὐτοί τήν τύχη τοῦ Ἰησοῦ.

 Γνωρίζουν βεβαίως πώς οἱ δύο κρυφοί μαθητές Νικόδημος καί Ἰωσήφ, ἔχουν κατεβάσει τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τό Σταυρό καί τό ἔχουν ἐνταφιάσει. Ὅμως οἱ δέκα μαθητές, ἐκτός τόν Ἰωάννη, ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Ἰησοῦ σχεδόν ἀκόμη ἀπό τή σύλληψή Του. Μόνο ὁ Πέτρος ἀκολούθησε μέχρι τήν αὐλή τοῦ Ἄννα, γιά νά Τόν ἀρνηθεῖ ὅμως κι αὐτός τρείς φορές πρίν ἀρχίσει νά ξημερώνει. Ἔτσι λοιπόν φοβισμένοι καθηλώνονται, ἐγκλωβίζονται καί δέν τολμοῦν νά βγοῦν ἀπό τό μέρος ὅπου κρύβονται.

Μόνο κάποιες γυναίκες δέν φοβοῦνται. Κάποιες μαθήτριες πού κι αὐτές ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ κατά τήν τριετή κηρυκτική Του δραστηριότητα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Σαλώμη, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής  Μᾶρκος. Αὐτές ἀγόρασαν ἀρώματα καί πρίν καλά ξημερώσει πῆραν τό δρομο γιά τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Τό μόνο πού τίς προβλημάτιζε ἦταν ἡ μεγάλη πέτρα πού ἔκλεινε τήν εἴσοδο τοῦ τάφου. Πῶς θά τήν μετακινήσουν γιά νά μπορέσουν νά μποῦν καί νά περιποιηθοῦν τό νεκρό σῶμα τοῦ ἀγαπημένου τους Διδασκάλου.

Αὐτές εἶχαν καί τό προνόμιο ὅπως καταγράφεται στό Εὐαγγελικό κείμενο, νά μάθουν πρώτες γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Νά τό πληροφορηθοῦν ἀπό τόν ἄγγελο πού καθόταν μέσα στό δεξιό μέρος τοῦ τάφου. Αὐτές ἔγιναν καί οἱ πρώτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως.

Γυναίκες λοιπόν καί ὄχι ἄνδρες ὅπως θά ἔπρεπε, ἧταν αὐτές πού βρῆκαν τή δύναμη, ἔβαλαν στήν ἄκρη τό φόβο καί κινήθηκαν θαρραλέα. Ἐξέθεσαν σέ κίνδυνο τή ζωή τους γιά να ἐκφράσουν τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό  πρός τόν Διδασκαλό τους. Τή συγκεκριμένη στιγμή, τό ἀδύναμο φῦλο φαίνεται πιό δυνατό ἀπό τό δυνατό, τούς ἄνδρες. Αὐτές τίς γυναίκες τιμᾶ και προβάλλει τήν Κυριακή πού ἔχει πάρει καί τό ὄνομά της ἀπό αὐτές. Τίς Μυροφόρες. Ἀλλά καί τούς δύο κρυφούς μαθητές Νικόδημο καί Ἰωσήφ. Οἱ ὁποίοι ὡς ἄνδρες σώζουν τελικά καί τό ἱσχυρό φῦλο. 

Προσεγγίζοντας τό γεγονός, δέν μπορεῖ νά μή θαυμάσουμε τό θᾶρρος καί τήν τόλμη τῶν γυναικῶν καί τῶν δύο ἀνδρῶν. Καί πρώτα οἱ ἄνδρες ὅπως ἀναφέρει τό Εὐαγγελικό κείμενο. Ὁ Ἰωσήφ «τολμήσας» ζήτησε ἀπό τόν Πιλᾶτο νά ἐνταφιάσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὅπως καί τό ἔκανε. Τήν συνέχεια τήν ἔκαναν οἱ γυναίκες. Οἱ ὁποίες ὅπως προαναφέραμε ἐξέθεσαν τόν ἐαυτό τους σέ κίνδυνο, γιά τήν περιποίηση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ.

Μπορεῖ βεβαίως νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁ καθένας ἔκανε αὐτό πού μποροῦσε καί γι αὐτό πού ἦταν. Ἡ Ἀποκαθήλωση  καί ὁ ἐνταφιασμός ἀνδρική δουλειά, ἡ περιποίηση τοῦ νεκροῦ σώματος γυναικεία. Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἐδῶ. Ὅμως μάρτυρες τοῦ σπουδαίου καί ἀναπανάληπτου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, γίνονται πρῶτες οἱ γυναίκες. Ὁ Χριστός παρουσιάζεται πρώτα σ’αὐτές καί ὄχι στούς ἄνδρες. Φυσικά θά φανερωνόταν ἄν ἤθελε πρώτα στούς ἄνδρες. Στούς μαθητές ἤ στό Νικόδημο καί τόν Ἰωσήφ.

Ὅμως ὁ Χριστός γιά ἄλλη μία φορά κάνει κάτι πού ἀνατρέπει τίς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς Του καί τιμᾶ τίς γυναίκες, δίνοντάς τες ἀξία. Ἀξία καί τιμή πού μόνο οἱ ἄνδρες εἶχαν τότε. Τά σοβαρά καί σπουδαία θέματα ἦταν ὑπόθεση ἀποκλειστικά ἀνδρική. Οἱ γυναίκες δέν εἶχαν λόγο σ’αὐτά. Ἐδῶ ὅμως, στήν περίπτωση τῆς Ἀναστάσεως, βρίσκουν τήν ἀξία καί τήν ἰσοτιμία τους ἀπέναντι στούς ἄνδρες, ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτό καί ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων εἶναι μία ἡμέρα πού κατ’ἔτος, μπορεῖ νά τιμᾶται τό γυνακείο φῦλο.

Ἀλλά γιά νά ἐπανέλθουμε στό θέμα τοῦ θάρρους καί τῆς τόλμης. Σίγουρα μπορεῖ νά ἀναρωτηθοῦμε, ποιά δύναμη, ποιό αἴσθημα ἦταν αὐτά πού ἔκαναν τούς ἀνθρώπους αὐτούς νά ρισκάρουν; Νά κινδυνέψουν νά χάσουν ἀκόμη καί τή ζωή τους ἤ ἔστω νά συλληφθοῦν καί νά φυλακισθοῦν; Ἡ δύναμη καί τό αἴσθημα πού τούς ἔδωσαν θᾶρρος καί τόλμη εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ὁποία ὅπως κατηγορηματικά σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἔξω βάλλει τόν φόβον».

«... φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ἡ τελείᾳ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὔ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ». Ὁ Εὐαγγελιστής, τοῦ ὁποίου τή μνήμη τυχαίνει νά τιμοῦμε φέτος μαζί μέ τίς Μυροφόρες καί τούς δύο κρυφούς μαθητές, εἶχε ζήσει κι αὐτός τήν ἀγάπη γιά τό Χριστό. Τόν ἀκολούθησε μέχρι τό Σταυρό καί ἡ ἀγάπη αὐτή ἔκανε τό Χριστό νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ τή φύλαξη τῆς Παναγίας μητέρας Του.

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί τῆς ποιότητας μπορεῖ καί πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας ἀγάπη πρός τό Χριστό. Γιατί κι Αὐτός μᾶς ἀγαπάει τέλεια καί γι αὐτό σταυρώνεται. Μᾶς ἀγαπάει θυσιαστικά καί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του αὐτῆς. Γι αὐτό κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀντικαταστήσουμε ἴσως αὐτό πού λέμε πίστη, μέ τόν ὅρο ἀγάπη. Νά πιστεύουμε τό Χριστό γιατί τόν ἀγαποῦμε καί ὄχι νά Τόν ἀγαποῦμε γιατί Τόν πιστεύουμε!

Νά ἀντιληφθοῦμε δέ πώς ἀπό αὐτό θά μποροῦμε καί μόνοι μας νά ἐκτιμήσουμε τήν πίστη μας. Ἄν εἶναι πραγματική, ἀληθινή ἤ ὄχι. Ἀπό τό ἄν ἔχει τή δύναμη καί τό θᾶρρος νά γίνεται θυσία καί ὄχι βόλεμα καί τακτοποίηση. Τό νά εἶσαι μέ τό Χριστό, εἶναι πάντα μαρτύριο καί μαρτυρία. Εἶναι σταυρός. Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν τόν Ἀρχηγό τῆς ἀγάπης, νά εὐλογεῖ τήν πίστη μας καί νά τήν μετατρέπει σέ ἀγάπη. Ἀγάπη τέλεια, πού δέν γνωρίζει φόβο καί γίνεται πρόσφορο ἔδαφος γιά νά ζήσουμε τό θαῦμα πού ἐπιθυμοῦμε. Γένοιτο!