ρητό


ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΣΙΓΗΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΒΑΘΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.


KΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. «Η ΠΑΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΣΤΟΧΙΑ ΜΑΣ».



 ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ: https://soundcloud.com/ovsulniux6hk/k-1 

       Ἔχει εἰπωθεῖ καί νομίζω πώς πραγματικά ἱσχύει ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πώς καί ὅλα τά Εὐαγγέλια νά χαθοῦν, ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου νά μείνει μόνο ἀρκεῖ γιά νά ἔχουμε τό μήνυμα, τό καλό ἄγγελμα (εὐ-ἀγγέλιο) πού ἔχει ἡ Καινή Διαθήκη γιά τόν κόσμο. Ἀρκεῖ αὐτή ἡ παραβολή γιά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐφ’ὅσον τό θέλει νά σωθεῖ. Ἀρκεῖ αὐτή ἡ ὑπέροχη διδακτική ἱστορία πού κάποτε ἀφηγήθηκε ὁ θεάνθρωπος Χριστός, γιά νά γνωρίσει καί νά καταλάβει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεός, ἀγάπη ἐστί.

          Δεύτερη Κυριακή λοιπόν τοῦ ἐφετινοῦ Τριωδίου καί ὅπως κάθε χρόνο στούς ἱερούς ναούς ἀναγινώσκεται ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ἀπό τήν παραβολή παίρνει τό ὄνομά της καί ἡ ἡμέρα. Κυριακή τοῦ ἀσώτου. Κάποιοι δίνουν στήν παραβολή καί μία ἄλλη ὀνομασία. Ἐπιρεαζόμενοι ἀπό τό πρόσωπο καί τή στάση τοῦ πατέρα, τήν ὀνομάζουν ἡ «παραβολή τοῦ στοργικοῦ πατέρα».

Καί πραγματικά. Μπορεῖ ἡ παραβολή νά ἔχει ὡς πρωταγωνιστή τόν ἄσωτο υἱό. Ὅμως ἄν προσέξουμε λίγο, νομίζω πώς δέν θά δυσκολευτοῦμε νά καταλάβουμε ὅτι πρωταγωνιστής εἶναι ὁ πατέρας. Ὁ ὁποίος λόγῳ τῆς ἀγάπης του γιά τά παιδιά του εἶναι σέ πολύ δύσκολη θέση. Κι αὐτό γιατί ὅπως ξέρουμε μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ μικροῦ γιοῦ του ξαναβρίσκει τή χαρά, τήν ἀνακούφιση καί ἐπιτέλους λύνεται τό μεγάλο πρόβλημα πού τόν ταλαιπωροῦσε. Ἡ φυγή τοῦ μικροῦ γιοῦ του.

Ἔχει ὅμως νά ἀντιμετωπίσει ἕνα ἄλλο καινούργιο πρόβλημα, αὐτό τῆς δυσφορίας καί τῆς ἐναντίωσης τοῦ μεγάλου γιοῦ, γιά τήν ἀποδοχή καί ἀποκατάσταση τοῦ μικροῦ. Ἡ θέση τοῦ πατέρα εἶναι πολύ δύσκολη. Ἡ ἀγάπη του δοκιμάζεται. Ἡ χαρά του ἐπίσης καί μέσα ἀπό τή δοκιμασία αὐτή, φαίνεται κατά βάθος πραγματικά ὡς ἕνα τραγικό πρόσωπο. Αὐτό τελικά εἶναι τό ἀντίτιμο τῆς ἀγάπης; Ἀλλά ἄς δοῦμε λίγο συνοπτικά τήν παραβολή.

Ἕνας πατέρας εἶχε δύο γιούς. Ὁ μικρός ξαφνικά καί ἀναίτια, ζητᾶ τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού τοῦ ἀναλογεῖ. Ὁ πατέρας χωρίς νά ζητήσει ἐξηγήσεις, τοῦ τή δίνει. Ὁ μικρός φεύγει ἀμέσως σέ ξένο τόπο, μακρινό καί ἐκεῖ ξοδεύει τήν περιουσία του σέ γλέντια καί διασκεδάσεις. Τά χρήματα γρήγορα τελειώνουν καί ἀκόμη χειρότερα στόν τόπο ἐκείνο γίνεται φτώχια καί πείνα.

Τό πρώην ἀρχοντόπουλο γιά νά ἐπιβιώσει, ἀναγκάζεται νά γίνει βοσκός γουρουνιῶν. Τέτοια δέ ἦταν ἡ κατάντια του πού οὔτε τήν πείνα του μποροῦσε νά χορτάσει. Ἀφοῦ στήν προσπάθειά του νά φάει ἀπό τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν τά γουρούνια, δεχόταν τήν ἐχθρική ἀντιμετώπιση καί τήν ἄρνησή τους νά εἶναι ὁμοτράπεζός τους.

Στήν κατάσταση ἐκείνη θυμᾶται πώς στό σπίτι τοῦ πατέρα του ἀκόμα καί οἱ ὑπηρέτες ζοῦν καλύτερα ἀπό αὐτόν. Ἔτσι παίρνει τήν ἀπόφαση νά γυρίσει καί νά ζητήσει συγνώμη ἀπό τόν πατέρα του. Συναισθανόμενος τή λάθος ἐπιλογή τῆς φυγῆς του, εἶναι ἔτοιμος νά ὑπάρξει ὡς ἕνας ἀπλός ὑπηρέτης στό πατρικό του. Ὁ πατέρας βλέποντάς τον νά φτάνει στήν πατρική ἐστία, τρέχει πρώτος αὐτός καί τόν ἀγκαλιάζει. Ἐκείνος πέφτει στά πόδια του, τοῦ ζητᾶ συγχώρεση καί νά τόν ἀποδεχθεῖ ἔστω ὡς ὑπηρέτη του.

Ὁ πατέρας ἀντιθέτως τόν παίρνει στό σπίτι καί τόν κάνει καί πάλι γιό του καί ἀρχοντόπουλο. Σάν νά μήν ἔφυγε ποτέ. Διατάζει δέ νά σφάξουν τό καλύτερο μοσχάρι γιά νά γιορτάσουν τήν ἐπιστροφή τοῦ μικροῦ. Ὅταν γινόταν αὐτά ὁ μεγάλος γιός ἦταν στά χωράφια. Ἐπιστρέφοντας ἀκούει τίς χαρές καί τά πανηγύρια καί ρωτάει νά μάθει γιατί γίνονται. Πληροφορεῖται γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀδελφοῦ του.

Αὐτό τόν ἐξόργισε καί θυμωμένος πηγαίνει στό γλέντι, κατηγορώντας τόν πατέρα του ὡς ἄδικο ἀπέναντί του. Γιατί ἐνῶ τοῦ εἶναι πάντα πιστός, οὔτε ἕνα κατσικάκι δέν τοῦ ἔδωσε γιά νά φάει μέ τούς φίλους του. Γιά τό μικρό ὅμως πού τόν ἀτίμασε, σφάζει τό καλύτερο μοσχάρι καί στήνει γλέντι γιά τήν ἐπιστροφή του. Ὁ πατέρας προσπαθεῖ νά τοῦ ἐξηγήσει καί τόν παρακαλεῖ νά καταλάβει. Ἐπισημένοντάς του πώς πρέπει κι αὐτός νά χαρεῖ γιατί ὁ ἀδελφός του ἦταν χαμένος καί βρέθηκε, ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε!   

Ἀς προσπαθήσουμε νά ποῦμε λίγα πράγματα γιά τό νόημα τῆς παραβολῆς, ἐλπίζοντας καί εὐχόμενοι νά προκύψει τό ἀπαραίτητο ὄφελος ἀπό αὐτό.

Τήν παραβολή τήν εἶπε ὁ Χριστός μας, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει πώς ὅ,τι λέει δέν ὑπόκειται σέ καμία ἀμφισβήτηση, εἶναι δέ ἀποκάλυψη στόν κόσμο θεϊκῶν ἀληθειῶν πού ἀφοροῦν ἄμμεσα τούς ἀνθρώπους. Γιατί μέσα ἀπό αὐτές μποροῦμε νά μάθουμε καί νά γνωρίσουμε καλύτερα τό Θεό καί νά σταθοῦμε σωστά καί ἄρα σωτήρια ὡς πρός τήν πίστη μας σ’Αὐτόν.

Εἶναι σημαντικό νά δοῦμε γιατί εἰπώθηκε ἡ παραβολή αὐτή. Στήν ἀρχή τοῦ ΙΕ΄κεφαλαίου ἀπό τό κατά Λουκᾶν ἱερό εὐαγγέλιο, ὅπου ὑπάρχει ἡ περικοπή διαβάζουμε: «Πλησίαζαν δέ τόν Ἰησοῦ ὅλοι οἱ τελῶνες καί οἱ ἁμαρτωλοί γιά νά Τόν ἀκούσουν. Οἱ φαρισαίοι καί οἱ γραμματεῖς ἀγανακτοῦσαν μέ αὐτό καί Τόν κατηγοροῦσαν, γιατί καταδέχεται νά συνευρίσκεται καί νά τρώει μέ ἁμαρτωλούς». Ὁ Ἰησοῦς γιά νά τούς ἀπαντήσει, τούς εἶπε πῶς κι αὐτοί ἐάν εἶχαν ἐκατό πρόβατα καί ἔχαναν τό ἕνα, θά ἄφηναν τά ἐνενήντα ἐννέα γιά νά τό βροῦν. Μόλις δέ τό εὔρισκαν θά γιόρταζαν μέ τούς γείτονές τους.

Ἐπίσης καί μιά γυναίκα πού ἔχει δέκα δραχμές (σημαντικό ποσό τήν ἐποχή ἐκείνη), ἐάν ἔχανε τή μία, θά ἄναβε λυχνάρι καί θά ἔκανε ἄνω-κάτω τό σπίτι της γιά νά τή βρεῖ. Μόλις τήν εὔρισκε θά φώναζε τίς φίλες καί τίς γειτόνισές της γιά νά χαροῦν μαζί της. Διαβεβαίωσε δέ τούς ἀκούοντας (γραμματεῖς καί φαρισαίους), ὅτι ἔτσι χαρά γίνεται καί στόν οὐρανό γιά ἕνα ἁμαρτωλό πού ἐπιστρέφει, παρά γιά τούς περισσότερους δικαίους πού δέν ἔχουν ἀνάγκη μετάνοιας. Μετά ἀκριβῶς, εἶπε καί τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου.

Ὅπως προείπαμε κεντρικό πρόσωπο τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ πατέρας. Ὁ ὁποίος τελικά εἶναι μία τραγική ὕπαρξη. Γιατί ὅπως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή, δέν τόν ἀγαπᾶ πραγματικά κανένα ἀπό τά δύο παιδιά Του. Ὁ μέν μικρός πρωτοῦ καλά-καλά τόν γνωρίσει φεύγει καί ὅταν συναντᾶ τά δύσκολα ἐπιστρέφει ὄχι γιατί τόν ἀγαπᾶ , ἀλλά γιατί κινδυνεύει ἡ ζωή του. Ὁ δέ μεγάλος εἶναι πιστός στόν πατέρα, ἀλλά ἡ πίστη του αὐτή εἶναι μία ἀνάγκη καί μιά ὑποχρέωση καί ὄχι κάτι ἐλεύθερο καί καρδιακό.

Τώρα θά ἀπορήσει κάποιος καί θά πεῖ: «Εἶναι δυνατόν, νά μήν τόν ἀγαποῦν καθόλου;». Θά ἀπαντήσουμε: «Ναί τόν ἀγαποῦν. Τόν ἀγαποῦν ὅμως μέ μία ἀγάπη ἄρρωστη, ἐγωϊστική, ἰδιοτελή καί συμφεροντολογική». Καί οἱ δύο στή σχέση μέ τόν πατέρα βάζουν πρώτα τόν ἐαυτό τους. Τήν πάρτη τους, ὅπως λέγαμε παλαιότερα. Ἡ οἰκογενειακή συνύπαρξη δέν εἶναι αἰτία καί ἀφορμή γιά νά δημιουργηθεῖ μία ἀγαπητική κοινωνία προσώπων, μέ βάση τό πρόσωπο τοῦ πατέρα, τό εἶδος καί τήν ποιότητα τῆς ἀγάπης του.

Ἀντιθέτως τά παιδιά, παρόλο πού καθημερινά συνυπάρχουν μαζί του, σάν νά μήν ἔχουν μάτια νά δοῦν καί καρδιά νά νοιώσουν. Πλάθουν μέσα τους ἕνα εἴδωλο αὐτοῦ διαφορετικό ὁ καθένας, τό ὁποίο δέν ἔχει καμιά σχέση μέ αὐτό πού εἶναι ὁ πατέρας. Καί ὁ πατέρας, τραγικά μόνος στήν ἀγάπη αὐτή, νά βαστάει καί νά ἀγκαλιάζει καί τούς δύο. Προσπαθώντας διά τῆς ἀγάπης Του νά τούς διδάξει καί νά τούς διαπαιδαγωγίσει, ἐλπίζοντας πώς ἔτσι θά καταφέρει νά τούς σώσει. Δηλαδή, νά τούς δώσει νά καταλάβουν τί εἶναι ἀγάπη καί πῶς πρέπει νά ἀγαπάει κάποιος γιά νά ἔχει σωτηρία καί εὐλογία στή ζωή του.

          Ἀγαπητοί μου·

  Ὅπως προείπαμε ὁ Χριστός μας, ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τίς παραβολές Του, μᾶς ἀποκαλύπτει πράγματα πού μᾶς ἀφοροῦν ἄμμεσα ὡς πρός στή σχέση μας μέ τό Θεό καί τή σωτηρία μας. Ὁ πατέρας εἶναι ὁ Θεός. Οἱ δύο γιοί εἴμαστε ἐμεῖς. Ἀπέναντι στό Θεό ὑπάρχουμε ἤ ὅπως ὁ μικρός ἤ ὅπως ὁ μεγάλος. Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ἡ παραβολή εἰπώθηκε μέ ἀφορμή τή δυσανασχέτιση καί ἀγανάκτηση τῶν φαρισαίων γιά τή συναναστροφή τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς τελώνες καί τούς ἁμαρτωλούς.

 Λέγοντας λοιπόν τήν παραβολή ἤθελε νά δείξει σέ ἐκείνους ἀλλά καί σέ ἐμᾶς, πῶς ὑπάρχουμε οἱ περισσότεροι ἀπέναντί Του, ἀλλά καί πώς μᾶς βλέπει Αὐτός. Πῶς Τόν ἔχουμε ἐμεῖς καί πῶς μᾶς ἔχει Αὐτός. Ἀν ἡ πίστη-ἀγάπη μας πρός Αὐτόν βρίσκει πραγματικά στόχο καί σωζόμαστε τελικά ἤ πάει χαμένη καί δυστυχῶς καί ἐμεῖς μαζί της. Ὁ Θεός ὅλους μᾶς ἀγαπάει ὡς παιδιά Του. Λίγοι ὅμως ἀπό ἐμᾶς καταφέρνουν νά κερδίσουν τήν ἐκτίμησή Του. Αὐτοί πού τήν κερδίζουν, εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.

            Ἄς προσπαθήσουμε καί ἐμεῖς ὅσο ζοῦμε νά κερδίσουμε τήν ἐκτίμησή Του λιγότερο ἤ περισσότερο. Προσπαθώντας νά Τόν ἀγαπήσουμε ὄχι γι αὐτά πού μπορεῖ νά μᾶς δώσει, ἀλλά γι αὐτό πού εἶναι καί γιά τήν ἀγάπη πού ἔχει πρώτος Αὐτός γιά ἐμᾶς. Τότε εἶναι πού θά χαροῦμε παραγματικά τήν πίστη. Τότε εἶναι πού θά σώσουμε τίς ζωές μας καί μαζί ὅλο τόν κόσμο. Γένοιτο!     

“Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάνας μου!”

 

Αυτό το γεγονός το εδιηγείτο η Γερόντισσα Ξένη, η Οσία πρώτη Ηγουμένη της Μονής του αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, η οποία ήταν τυφλή. Τυφλή κατά την σωματική όραση, αλλά φωτισμένη και με οξεία πνευματική όραση. Αποδεικνύει δε ότι οι ψυχές των κεκοιμημένων λυπούνται όταν οι συγγενείς αντί να δοξολογούν τον Θεό, σκληρύνονται και λυπούνται υπερβολικά.

Αυτή λοιπόν η αγιασμένη μοναχή είχε μια αδελφή στην Αθήνα, η οποία είχε έξι κορίτσια και ένα αγόρι, που την εποχή εκείνη ήταν οκτώ περίπου ετών. Η μητέρα του αλλά και όλοι οι συγγενείς το υπεραγαπούσαν και διότι ήταν μονάκριβο αλλά και γιατί ήταν πολύ καλό παιδάκι. Ένα σωστό αγγελάκι.

Με τον εμφύλιο πόλεμο (1948) και τα λεγόμενα Δεκεμβριανά, όπου εγίνοντο μάχες και μέσα στις πόλεις, σ’ έναν βομβαρδισμό το αγοράκι, ενώ γύριζε από το σχολείο, σκοτώθηκε. Έτσι αυτό το επίγειο αγγελούδι διάνυσε γρήγορα την επίγεια ζωή του για να βρεθεί κοντά στον Θεό σαν ουράνιο πλέον αγγελούδι.
Η μητέρα πόνεσε πολύ. Αφήνοντας δε τον εαυτό της έρμαιο του πόνου, έπεσε στην εφάμαρτη υπερβολή και στην απελπισία, ενώ σαν χριστιανή Ορθόδοξη ήξερε ότι το παιδάκι της ήταν στην χαρά του Ουρανού.
Αυτή η συμπεριφορά των συγγενών έχει πολλές φορές αποδειχθεί πως ενοχλεί τις ψυχές που βρίσκονται κοντά στον Θεό, οι οποίες χαίρονται μόνον όταν οι επίγειοι συγγενείς δοξολογούν τον Ουράνιο Πατέρα, τον χορηγό της αιώνιας μακαριότητας και Ευεργέτη των ανθρώπων, είτε βρίσκονται στον πρόσκαιρο κόσμο είτε στον αληθινό.
Έτσι λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση το αγοράκι εμφανίστηκε στον ύπνο της μεγαλύτερης αδελφής του, η οποία ήταν πράγματι μία ενάρετη και πιστή κοπελίτσα. Είδε λοιπόν το αγοράκι στον τάφο μέσα σε νερά.
- Αδελφούλη μου, του είπε με λαχτάρα, γιατί είσαι μέσα στα νερά;
Κι εκείνο με παράπονο αλλά και με κάποια αγανάκτηση της είπε:
- Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάνας μου!
Όταν πληροφορήθηκε βέβαια αυτά η μητέρα του, συναισθάνθηκε το λάθος της, ζήτησε συγχώρηση από τον Θεό και γαλήνεψε. Δεν ήθελε επ’ ουδενί να πικραίνει το αγγελάκι της αλλά προ πάντων τον Θεό.
Συνέβη όμως και το εξής, το οποίο καλό είναι να το έχουμε υπ’ όψιν μας. Στο παιδάκι αυτό δεν έκαναν τα καθιερωμένα από την Εκκλησία μας μνημόσυνα, γιατί πίστευαν ότι δεν εχρειάζοντο, επειδή ήταν μικρό. Η σκέψη αυτή όμως είναι λανθασμένη. Η κάθε ψυχούλα, ανεξαρτήτως ηλικίας, θέλει τις προσφορές της ενώπιον του Θεού και τις προσευχές. Κυρίως όμως μερίδιο από την Θεϊκή Βασιλική Τράπεζα του Χριστού, όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, όταν γίνεται η μνημόνευσή της στην αγία Πρόθεση.
Φάνηκε λοιπόν πάλι ο μικρούλης σ’ αυτή την καλή του αδελφούλα, η οποία τον είδε ότι βρισκόταν σε μία λαμπρή ουράνια τράπεζα μαζί με άλλα παιδάκια, αλλά δεν είχε εκείνος μπροστά του πιάτο με φαγητό! Η αδελφή του τον ρώτησε το γιατί και τότε της είπε:
- Εσείς δεν μου στείλατε φαγητό και μ’ αφήσατε νηστικό!
Η κοπέλα το είπε στην μητέρα της και έκαναν τα απαραίτητα μνημόσυνα. Τότε η αδελφή του τον ξαναείδε σ’ εκείνη την τράπεζα, αλλά αυτή τη φορά να τρώει ευχαριστημένος από ένα πλούσιο πιάτο με φαγητό που είχε μπροστά του.
Έτσι, για μια ακόμη φορά βγαίνει το συμπέρασμα πως και τα μικρά κεκοιμημένα παιδάκια θέλουν τα μνημόσυνά τους.

Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. «Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ».

 

         ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ. https://soundcloud.com/ovsulniux6hk/mnynxrrlwdqf

         

     Διά τοῦ ἀπείρου ἐλέους καί τῆς ἀφάτης ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιά ἄλλη μία φορά στή ζωή μας ἀγαπητοί μου, ἔχουμε τή δυνατότητα νά βιώσουμε σύν Θεῷ, τήν ἱδιαίτερη καί εὐλογημένη περίοδο τοῦ Τριωδίου. Κατά τήν ὁποία ἡ μητέρα Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά κάνουμε μία προσπάθεια, ἕνα ἀγώνα. Νά ἐπιχειρήσουμε νά προσεγγίσουμε καλύτερα, οὐσιαστικότερα καί ἄρα ὡφέλιμα γιά ἐμᾶς τήν πίστη, δηλαδή τή ζωντανή σχέση μας μέ τό Θεό. Γιατί αὐτό εἶναι καί ἔτσι πρέπει νά τήν καταλαβαίνουμε. Ὡς ζωντανή σχέση προσώπων.

          Ἡ ὁποία ὅπως κάθε σχέση ἔχει τίς περιπέτειές της, τά προβλήματά της, τά σκαμπανεβάσματά της. Τά ὁποία συνήθως καί κατά κανόνα δημιουργοῦνται ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀπό τήν πλευρά Του εἶναι πάντα πιστός ἀπέναντί μας. Ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας συχνά-πυκνά δραπετεύουμε ἀπό τή σχέση αὐτήν, θέλοντας νά νοιώσουμε ἐλεύθερα καί ἄνετα. Νά γλεντήσουμε τή ζωή ὅπως λέμε, ἀφοῦ κατανοοῦμε καί ἀναγνωρίζουμε τό Θεό ὡς ἕνα οὐράνιο δυνάστη, ὁ ὁποίος καταδυναστεύει τή ζωή μας μέ ἕνα σωρό ἀπαγορεύσεις καί δεσμεύσεις.  

          Κάτι τό ὁποίο τελικά ὅμως εἶναι ἐπιζήμιο γιά ἐμᾶς. Γιατί ὅντας ἀσταθεῖς καί παλινδρομοῦντες, δέν καταφέρνουμε νά Τόν γνωρίσουμε καλά. Καί ἔτσι δέν μποροῦμε νά Τόν καταλάβουμε καί ἄρα δέν μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσουμε πραγματικά. Δηλαδή νά Τόν πιστέψουμε σωστά καί σωτήρια γιά ἐμᾶς. Νά γίνουμε πιστοί ὅπως Αὐτός καί νά μήν μοιχεύουμε πνευματικά. Νά Τόν πλησιάσουμε καί νά μάθουμε νά μιλοῦμε τή γλῶσσα Του γιά νά μποροῦμε νά συννενοηθοῦμε μαζί Του. Νά μπορεῖ νά μᾶς καταλάβει καί ἔτσι νά εἰσακουγόμαστε ὅταν Τοῦ μιλοῦμε στίς προσευχές μας γιά ἐμᾶς καί Τοῦ ζητοῦμε τή βοήθειά Του.

          Ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος κίνδυνος. Νά θεωρήσουμε πώς γνωρίζουμε, πώς ἔχουμε γνωρίσει τό Θεό καί ἄρα εἴμαστε σέ ἄμμεση ἐπικοινωνία  μαζί Του καί ὅ,τι Τοῦ λέμε, ὅ,τι τοῦ ζητᾶμε εἰσακούεται ἀμέσως ἀπό Αὐτόν. Πραγματικά στήν περίπτωση αὐτή πάντα ὑπῆρχαν καί θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποίοι θά νομίζουν πώς ξέρουν καλά τό Θεό καί πώς Αὐτός εἶναι δικός τους. Ἔχει γίνει μία προέκταση τοῦ ἐαυτοῦ τους καί ἴσως νά τούς ἔχει καί ὑποχρέωση. Ἤ ὅτι χαίρουν τέτοιας καί τόσης ἐκτιμήσεως ἀπό Αὐτόν, πού μποροῦν νά Τοῦ ὑποδεικνύουν καί τί νά κάνει. Πῶς νά ὑπάρχει ἀπέναντι στούς ἄλλους. Πῶς νά τούς βλέπει καί πῶς νά τούς ἀξιολογεῖ.

          Σέ κάθε περίπτωση εἴτε στήν πρώτη, εἴτε στήν δεύτερη κατάσταση θέλει πάντα μία προσοχή καί μία διάθεση συνεχοῦς μαθητείας. Γιατί δέν εἶναι καθόλου δύσκολο νά παρανοήσουμε τό Θεό καί νά ἀστοχήσουμε στή σχέση μαζί Του. Νά καταλάβουμε λάθος τό τί εἶναι πίστη. Τό τί εἶναι Αὐτός καί τό τί εἴμαστε ἐμεῖς. Τό τί θέλει Αὐτός καί ἄν αὐτό πού θέλουμε εὐλογεῖται ἀπό Αὐτόν. Νά νομίσουμε πώς ἔχουμε μάθει τή γλῶσσα τήν  ὁποία μιλᾶ καί ἐπικοινωνεῖ μαζί μας καί ἄρα ὅταν τοῦ μιλᾶμε, ὅταν τοῦ προσευχόμαστε μᾶς καταλαβαίνει καί μᾶς δικαιώνει. Οἱ ἐντολές εἶναι δοσμένες ἀπό Αὐτόν, ἄλλα οἱ ἐντολές δέν εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι ἕνα βοήθημα γιά νά ὑποψιαστεῖς περί Αὐτοῦ, δέν εἶναι ὅμως ἡ ὁλοκλήρωση τῆς πίστεως.

          Στήν κατηγορία αὐτή φαίνεται ὅτι ἀνῆκε καί ὁ Φαρισαῖος τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου.  Εἶναι σημαντικό νά προσέξουμε γιατί εἰπώθηκε. Μᾶς τό λέει τό ἱερό κείμενο ἀπό τό ΙΗ΄ κεφάλαιο τοῦ κατά Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου: «Εἶπε δέ καί πρός τινάς τούς πεποιθότας ἐφ’ἐαυτοῖς ὅτι εἰσί δίκαιοι καί ἐξουθενοῦντας τούς λοιπούς, τήν παραβολήν ταύτην». «Εἶπε ἐπίσης πρός αὐτούς πού νομίζουν ὅτι εἶναι οἱ σωστοί ἀπέναντι στό Θεό καί ὑποτιμοῦν καί ἐκμηδενίζουν τούς ἄλλους, αὐτήν τήν παραβολή».

          Ἡ ὁποία περιληπτικά εἶναι αὐτή· Δύο ἄνθρωποι πῆγαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας φαρισαίος καί ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ φαρισαίος στάθηκε στό μέσον τοῦ ναοῦ καί ἄρχισε μέ δυνατή φωνή νά ἀπαριθμεῖ τό πόσο σωστός εἶναι στήν πίστη, πόσα καλά κάνει καί πώς δέν εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ὁ τελώνης. Ὁ ὁποίος συναισθανόμενος αὐτήν τήν ἁμαρτωλότητά του, κρύφτηκε σέ μία ἄκρη τοῦ ναοῦ καί γεμᾶτος συντριβή χτυποῦσε τό στῆθος του παρακαλῶντας τό Θεό νά τό συγχωρήσει. Αὐτός ἦταν τελικά πού εἰσακούσθηκε ἀπό τό Θεό καί γύρισε δικαιωμένος ἀπό τήν προσευχή του στό σπίτι του.

          Ὅπως προαναφέραμε ἀλλά καί ἔχουμε ξαναπεῖ, ὁ Θεός δέν εἶναι μία ἀφηρημένη οὐράνια δύναμη, ἀλλά ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ὡς τέτοιο ἔχει κάποια στοιχεῖα πού Τόν χαρακτηρίζουν. Ἐχει ἕνα θέλημα. Ἔχει καί μία γλῶσσα ἐπικοινωνίας. Ναί, ὁ Θεός μιλάει μία συγκεκριμένη γλῶσσα καί μόνο σ’αὐτήν μπορεῖ νά καταλάβει ὅποιον θέλει νά συνομιλήσει μαζί Του. Ἡ γλῶσσα αὐτή δημιουργεῖται μέσα ἀπό τή βίωση τῆς ταπεινοφροσύνης. Τή συναίσθησή της. Γιά νά μάθεις νά μιλᾶς στή γλῶσσα πού καταλαβαίνει ὁ Θεός, θά πρέπει πρῶτα νά ζήσεις ταπεινά καί ἀπλά. Ἀνεπιτήδευτα.

          Ἡ γνώση καί ἡ τήρηση τοῦ νόμου Του, δέν πρέπει νά μᾶς δίνει τήν ψευδαίσθηση τῆς δικαίωσης, ὅπως δυστυχῶς συνέβαινε μέ τό Φαρισαῖο. Ἀλλά ἀντιθέτως, νά μᾶς ὁδηγεῖ συνεχῶς καί περισσότερο στή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί στήν κατανόηση ὅτι ἡ σωτηρία μας, ὁ παράδεισός μας θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό πόσο ἀπλά, ταπεινά κι ἀνεπιτήδευτα θά ζήσουμε. Ὅπως ὁ Θεός. Ὁ Ὁποίος ζεῖ ἀκριβῶς ἔτσι. Ἀπλά, ταπεινά κι ἀνεπιτήδευτα.

          Τώρα κάποιος, θά μποροῦσε νά ἀπορήσει καί νά πεῖ: «Ποιός; Ὁ παντοδύναμος Θεός; Ὁ Ἄρχοντας καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος; Αὐτός πού εἶναι κριτής καί ἐξουσιάζει κτιστά καί ἄκτιστα; Ὁρατά καί ἀόρατα; Παρόντα, παρελθόντα καί μέλοντα;». Γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει γνωρίσει τό Θεό, πού δέν ἔχει καταλάβει κάτι παραπάνω γι Αὐτόν καί πού Τόν βλέπει ὡς ἕνα δυνατό, κυρίαρχο καί ἐξουσιαστή, ναί εἶναι μία εὔλογη ἀπορία. Εἶναι ὁ Θεός πού χρειάζεται. Ὁ Θεός πού θέλει νά ἔχει. Αὐτός ὁ Θεός τοῦ ταιριάζει καί ἕναν τέτοιο Θεό φαντάζεται, ὀνειρεύεται καί ἐπιθυμεῖ.

          Ξεχνᾶ ὅμως πώς ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος ἀλλά καί πάντα-ἀδύναμος! Ἔρχεται στή γῆ ὡς ἄνθρωπος καί μπαίνει στήν περιπέτεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σάν νά εἶναι ξένος καί ὄχι ἱδιοκτήτης του. Ζεῖ μία ζωή φτωχική καί ἐξαρτᾶται ἀπό τή βοήθεια καί τή συνδρομή τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν του. Ὅπως εἶπε σέ κάποιον πού ἤθελε νά Τόν ἀκολουθήσει, οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές καί τά πουλιά σπίτια ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω ποῦ νά γύρω τό κεφάλι μου!! ( Κατά Λουκάν, κεφ.9, στιχ.58). Εἶναι ὁ διδάσκαλος, ἀλλά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του.

 Εἶναι βασιλιάς, ἀλλά μπαίνει στά Ἰεροσόλυμα ἐπάνω σέ ἕνα ταπεινό γαϊδουράκι! Τό σκῆπτρο Του εἶναι ἕνα καλάμι καί τό στεφάνι Του ἀκάνθινο. Εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης ἀλλά καρφωμένος ἐπάνω σέ ἕνα σταυρό, πού ἦταν ἡ τιμωρία κάθε ἄτιμου καί ἐγκληματία.  Αὐτόν τό Θεό, δέν Τόν καταλαβαίνει εὔκολα ὁ ἄνθρωπος. Αὐτόν τό Θεό δύσκολα Τόν συναντᾶς, γιατί εἶναι «παράξενος» γιά Θεός. Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ τή γλῶσσα ἐπικοινωνίας δύσκολα τή μαθαίνεις... Τό ξέρει αὐτό. Γι αὐτό καί ὅταν θέλει νά καταλάβεις τί πραγματικά θέλει νά σοῦ πεῖ, σοῦ τό λέει μέ παράδειγμα. Σταυρώνεται!

Γιά νά σοῦ δείξει πώς ἡ δύναμη εἶναι στή θυσιαστική ἀγάπη, στή διακονία τοῦ πλησίον, στή συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας σου. Αὐτή εἶναι ἡ γλῶσσα πού καταλαβαίνει ὁ Θεός καί πού πρέπει ὅσο ζοῦμε νά μάθουμε κι ἐμεῖς. Νά ζοῦμε ὅπως Αὐτός, ἀπλά, ταπεινά κι ἀνεπιτήδευτα. Μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, ἡ ὁποία θά μᾶς μάθει τό σωστό τρόπο προσευχῆς.  «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε». Καλό κι εὐλογημένο Τριώδιο ἀδελφοί μου.



 

Ψάχνω τον Θεό να μου πει… ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ...


 

Μία ανέκδοτη ιστορία που είπε κάποτε ο π. Μελέτιος. Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε.

Κάποτε ένας χωρικός άκουσε στην εκκλησία ότι αν δώσεις ελεημοσύνη θα λάβεις εκατονταπλάσια από τον Θεό. Είπε λοιπόν στην γυναίκα του να δώσουν ως ελεημοσύνη το μοναδικό βόδι που είχαν και ο Κύριος θα τους επέστρεφε 100 βόδια για την καλή τους πράξη. Δεν δίστασε δε καθόλου να δώσει το βόδι του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Κύριο. Έδωσε λοιπόν το βόδι και περίμενε την ανταπόδοση από τον Θεό. Περνούσε ο καιρός και τα 100 βόδια δεν ερχόταν. Ένα πρωί λοιπόν αποφάσισε να ανέβει στο γειτονικό βουνό για να βρει τον Θεό και να τον ρωτήσει πότε θα του έδινε τα 100 βόδια που άκουσε στο κήρυγμα του ιερέα. Ανεβαίνοντας στο βουνό συνάντησε έναν ασκητή. «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο ασκητής. «Πάω να βρω τον Θεό να τον ρωτήσω πότε θα μου στείλει τα εκατό βόδια , για την ελεημοσύνη που έκανα». «Όταν Τον συναντήσεις», είπε ο ασκητής, «ρώτησέ Τον και για μένα. Είμαι στο βουνό και ζω ασκητικά εδώ και σαράντα χρόνια. Κέρδισα τελικά την Βασιλεία των Ουρανών;». «Ευχαρίστως να Τον ρωτήσω» αποκρίθηκε ο χωρικός και συνέχισε τον δρόμο του. Λίγο πιο πάνω συνάντησε έναν γέρο άντρα με λευκή γενιάδα. «Ποιόν ψάχνεις;» ρώτησε ο γέροντας. «Άκουσα στην εκκλησία ότι αν κάνω ελεημοσύνη, θα πάρω εκατονταπλάσια από τον Θεό. Ψάχνω λοιπόν τον Θεό να μου πει πότε θα με ανταμείψει για την ελεημοσύνη μου». «Γύρνα στο σπίτι σου και σκάψε κάτω από το δέντρο στην αυλή σου. Θα βρεις ένα τσουκάλι με λίρες. Μη το πεις πουθενά, μόνο συνέχισε να βοηθάς τον κόσμο και δεν θα στερηθείς τίποτα στη ζωή σου». «Σε ευχαριστώ γέροντα. Και κάτι ακόμα. Ερχόμενος να σε βρω, συνάντησα έναν ασκητή και μου ζήτησε να σε ρωτήσω αν μετά από σαράντα χρόνια πνευματικών αγώνων και άσκησης, κέρδισε τελικά την Βασιλεία των Ουρανών». «Να πεις σε αυτόν τον ασκητή ότι κι άλλα σαράντα χρόνια να κάτσει στο βουνό δεν θα κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών. Τον ασκητή αυτόν του δίνω κάθε μέρα ένα παξιμάδι εδώ και σαράντα χρόνια. Σήμερα , ξέροντας ότι θα έρθεις του έδωσα δύο παξιμάδια , ένα για αυτόν και ένα για σένα. Αυτός όμως αντί να σου δώσει το ένα , τα κράτησε και τα δύο για τον εαυτό του , χωρίς να έχει εμπιστοσύνη σε μένα. Εσύ όμως χωρίς δισταγμό έδωσες το βόδι σου πιστεύοντας σε αυτό που άκουσες στην εκκλησία»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ. «Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».

  

Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές ἀγαπητοί μου, πού κάποιες ἱστορίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς ἐκπλήσουν. Μία ἀπό αὐτές εἶναι καί ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς, τῆς ΙΖ΄ ἀπό τό κατά Ματθαίον ἱερό εὐαγγέλιο. Εἶναι ἡ περικοπή πού περιγράφει τή θεραπεία μιᾶς κοπέλας, συγκεκριμένα τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό δαιμονική ἐπιροή. Κατά τήν ὁποία ὅπως δηλώνει στόν Ἰησοῦ ἡ μητέρα της, πολύ ἄσχημα τυρανιόταν· «...ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται...». 

          Ἀλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Ὁ Ἰησοῦς  κατά τήν περιοδεία Του, ἔφτασε στά ὅρια τῆς Ἰσραηλιτικῆς ἐπικράτειας, στά σύνορα μέ τίς εἰδωλολατρικές πόλεις τῆς Χαναάν. Συγκεκριμένα περνώντας τά σύνορα, βρέθηκε στά μέρη μεταξύ τῶν πόλεων τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος, στό σημερινό νότιο Λίβανο. Δέν τό εἶχε ξανακάνει, οὔτε τό ἐπανέλαβε καί εἶναι ἀπορίας ἄξιο γιατί τό κάνει. Τό νά βρεθεῖ δηλαδή σέ μέρη ὅπου ἐκ τῶν πραγμάτων τό πέρασμά Του θά ἦταν «ἄκαρπο», κατά τή δική μας τήν κοινή λογική. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἔκπληξη τῆς περικοπῆς.

          Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, εἰδωλολάτρες ἀπό γενιά σέ γενιά καί ἄρα χωρίς καμιά ὑποψία περί Μεσία καί ἀνάλογη ἀναμονή. Ὡς τέτοια μπαίνει στή διήγηση τῆς περικοπῆς καί ἡ δυστυχισμένη Χαναναία μητέρα· «...Καί ἰδοῦ γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται...».

          Ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στή γυναίκα καί τή σπαρακτική παράκληση της, εἶναι ἡ δεύτερη ἐκπληξή μας· «...ὁ δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον...». Ὁ φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων Θεός πού ἦλθε γιά νά σώσει τό πλᾶσμα Του, νά ἀδιαφορεῖ κατ’αὐτόν τόν τρόπο;! Ἔστω κι ἔτσι ὅμως ἡ γυναίκα φαίνεται πώς δέν ἔπαψε νά φωνάζει ἰκετευτικά πρός τό Χριστό. Αὐτό θά ἦταν πού ἔκανε τούς μαθητές νά Του ποῦν· «...Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὅπισθεν ἡμῶν». Ὁ Χριστός τότε γιά πρώτη φορά τῆς ἀπευθύνει λόγο καί τῆς ὑπενθυμίζει πώς· «...Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ...».

          Αὐτή ἡ στιγμή φαίνεται πώς ἦταν ἡ εὐκαιρία πού ἔψαχνε ἡ δύστυχη μάνα γιά νά πλησιάσει τόν Ἰησοῦ. Ἔτσι λοιπόν καθώς βρέθηκε κοντά Του πέφτει στά γόνατα καί Τόν παρακαλεῖ· «... Κύριε, βοήθει μοι...». Ἐδῶ εἶναι ἡ τρίτη ἔκπληξή μας ἀπό τόν Ἰησοῦ· «... ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». «Δέν εἶναι σωστό νά παίρνεις  τό ψωμί πού ἔχεις γιά τά παιδιά σου καί νά τό δίνεις στά σκυλάκια τοῦ δρόμου».;;;;!!!! Ἡ θυσιαστική Ἀγάπη, γίνεται ψυχρή, ἄσπλαχνη καί εἰρωνική συμπεριφορά πού ἐξευτελίζει καί ταπεινώνει ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο!

          Ἡ λογική μετά ἀπ’αὐτό πληροφορεῖ πώς ἡ γυναίκα αὐτή δέν ἔχει καμιά ἐλπίδα. Κάθε ἀγωνία καί προσδοκία γιά τό ἐπιθυμητό  ἀποτέλεσμα τέτοιας καί τόσης παρακλήσεως, ἐξανεμίζεται καί χάνεται. Ὥστε αὐτός εἶναι λοιπόν ὁ καλός, συμπονετικός προφήτης καί διδάσκαλος πού γι αὐτόν ἔχει βουήξει ὅλη ἡ Ἐβραϊκή χῶρα;;;!!!Τά πράγματα δέν πᾶνε καθόλου καλά γιά τή Χαναναία.

          Ὅμως ἡ τελευταία καί μεγαλύτερη ἔκπληξη ἔρχεται ἀπό αὐτή τήν πονεμένη μητέρα. Ἡ ἀπάντησή της ἀφοπλιστική καί γεμάτη αὐτοπεποίθηση, γεμάτη πίστη· «...ἡ δέ εἶπε· Ναί, Κύριε, καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν...». «... αὐτή ὅμως ἀπάντησε· Ναί, Κύριε, ἔτσι εἶναι, σωστά μιλᾶς. Γιατί καί τά σκυλάκια χορταίνουν ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό  τό τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους...»!!!!!!

          Τί εἶπε τώρα; Τί ἀπάντηση ἔδωσε; Ποῦ βρῆκε τή δύναμη καί στάθηκε; Πῶς βρῆκε τήν ψυχραμία καί συνεχίζει; Ἀπίστευτη γυναίκα! Μοναδικός ἄνθρωπος! Δυνατή ψυχή! Πράγματι ἔτσι εἶναι. Ἡ ἀπάντησή της φανερώνει μιά σπουδαία γυναίκα. Μιά σπουδαία πίστη. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ἵδιος ὁ Ἰησοῦς, γι αὐτό τῆς ἀπαντάει μέ ἕνα ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ· «...τότε ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὤ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις...».  Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ θυγατέρα της ἐλευθερώθηκε ἀπό τή δοκίμασία της καί θεραπεύτηκε.

          Ὅπως προαναφέραμε, οἱ ἐκπλήξεις πού συναντοῦμε μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι πολλές. Σέ κάθε μία ἀπό αὐτές πλῆθος ὡφέλιμων συμπερασμάτων καί διδαγμάτων  μποροῦμε νά πάρουμε. Ἀπό αὐτήν τήν εὐαγγελική περικοπή, μποροῦμε νά ὡφεληθοῦμε ὡς πρός τό θέμα τῆς πίστεως. Τῆς πίστεως πού μπορεῖ κάποτε νά προκαλέσει καί τό θαῦμα. Τή θαυματουργό καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ἀδυναμία, θεραπευτική ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος.

           Ἡ Χαναναία τῆς περικοπῆς εἶναι μιά γυναίκα ἀπελπισμένη. Ἡ ἀπελπισία αὐτή ὅμως δέν εἶναι αἰτία γιά ἀπιστία, ἀλλά γιά περισσότερη πίστη. Εἶναι εἰδωλολάτρισα. Κάτι πού σημαίνει πώς ὁ θρησκευτικός της προσανατολισμός εἶναι στραμένος σέ λάθος κατεύθυνση. Στήν προσπάθεια της γιά θεραπεία τῆς κόρης της, σίγουρα θά εἶχε ἀπευθυνθεῖ στούς δικούς της ὑπεύθυνους γιά τέτοια θέματα (ἱερεῖς, γιατρούς). Ἡ στροφή της ὅμως πρός τόν «ἀλλόθρησκο» Ἰησοῦ, μᾶς λέει πώς αὐτοί δέν κατάφεραν κάτι. Ἔτσι ὁ πόθος της γιά νά βρεῖ λύση στό πρόβλημά της, τῆς δείχνει τόν Ἐβραίο διδάσκαλο.

          Μέ ἀποφασιστικότητα κινεῖται πρός συνάντηση μέ τόν ἄγνωστο γι αὐτήν Ἰησοῦ. Αὐτό τῆς προκαλεῖ ἕνα αἴσθημα βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης. Κάτι τῆς λέει πώς τό πρόβλημα θά λυθεῖ. Δέν ἔχει ξανασυναντηθεῖ μαζί Του. Ἔχει ἀκούσει περί Αὐτοῦ. Δέν ξέρει πῶς θά τῆς συμπεριφερθεῖ. Αὐτή ὅμως ἔχει ἀποθέση ὅλη τήν ἐλπίδα της σ’Αὐτόν. Ἔτσι ὅταν δέχεται τήν ἀπόριψη, τήν ὑποτίμηση καί τόν ἐξευτελισμό, ἔχει τή δύναμη νά μείνει ἀκλώνιτη καί μάλιστα νά ἀναγκάσει τόν Ἰησοῦ νά τήν ἐπαινέσει ὡς πρός τήν πίστη της. Νά ἐπαινέσει τό βάθος, τό ὕψος, τό μῆκος καί τό πλάτος αὐτῆς.

          Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς τή συγκεκριμένη στιγμή ἡ Χαναναία ἔγινε μία κατάσταση τέτοια πού ὑπαρξιακά ἔγινε ἕνα μέ τό Θεό! Ἦταν στή γῆ, ἀλλά καί ταυτόχρονα στόν οὐρανό. Στό μυστηριακό χωροχρόνο πού βρίσκεται ὁ Τριαδικός Θεός καί κατάφερε νά κερδίσει τήν προσοχή Του! Αὐτή ἡ κατάσταση τῆς Χαναναίας εἶναι καί ἡ εἰδοποιός διαφορά κατά κόσμο, πού φαίνεται πώς ξεκλιδώνει τή θεία χάρη. Πού τήν «κατεβάζει» θαυματουργικά στό χώρο καί τό χρόνο μας καί ἐπιτελεῖται τό θαῦμα. Ἐν προκειμένῳ, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς κοπέλας ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα.

          Τώρα νά ποῦμε καί δυό λόγια γιά τήν ἀρχικά παράξενη μέ ὅσα γνωρίζουμε συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ μας. Νά ποῦμε πρώτα πώς ἡ πίστη μας δέν εἶναι ἡ ἀποδοχή μίας ἀφηρημένης οὐράνιας ὑπερδύναμης, ἀλλά ἡ σχέση μέ ἕνα πρόσωπο. Τό πρόσωπο αὐτό ἔχει ἕνα θέλημα καί βεβαίως ὡς πρόσωπο ἔχει καί μία ἐλευθερία. Ἐμεῖς πολλές φορές ἄν ὄχι πάντα, τό ξεχνᾶμε αὐτό. Ἐπιπροσθέτως ἡ ὅποια δυσκολία ἤ ἀνάγκη μᾶς κάνει νά προσεγγίζουμε τό Θεό μέ μία ἐπιθυμία, μία σιγουριά πού εἶναι περισσότερο πρός τό ἐπιθυμητό γιά ἐμᾶς, παρά γιά τό Θεό καί τό πῶς Αὐτός εἶναι.

          Ἐπίσης, συνήθως οὔτε κἄν περνᾶ ἀπ’τό μυαλό μας, τό πῶς ὑπάρχουμε ἐμεῖς ἀπέναντί Του, ὡς στάση καί τρόπο ζωῆς. Ὁ Θεός ἔχει ἕνα θέλημα (...γενηθήτω τό θέλημά σου...). Τό γνωρίζουμε αὐτό; Κι ἄν τό γνωρίζουμε, προσπαθοῦμε νά ζήσουμε σύμφωνα μ’αὐτό ἤ τό ἀγνοοῦμε καί διαμορφώνουμε ἕνα τρόπο ζωῆς τελείως διαφορετικό; Καί ὅταν ἐλθει ἡ δυσκολία τότε θυμόμαστε τή θεία χάρη καί  παρακαλοῦμε καί θυμόμαστε πώς ὑπάρχει ἕνας παντοδύναμος Θεός. Πού ὅμως δέν εἶναι «ὑποχρεωμένος» νά ὑποστηρίζει κάθε τι πού ἐμεῖς ἐνεργοῦμε καί μάλιστα ὅταν ἡ καθημερινότητά μας εἶναι μία τελείως διαφορετική ἀπό τό θέλημά Του;

          Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε πώς τό πρώτο πού θά πρέπει νά ζητοῦμε στή ζωή μας, εἶναι ἡ Βασιλεία Του καί ἡ δικαιοσύνη Του, δηλαδή τό ἔλεός Του. (κατά Ματθαίον,κεφ.στ΄,στιχ.33). Ἐπίσης ὁ ἅγιος Πορφύριος μᾶς συμβουλεύει, πώς ὅταν ἔχουμε ἕνα πρόβλημα, μιά ἀσθένεια, νά μήν παρακαλοῦμε τό Θεό νά μᾶς κάνει καλά, ἀλλά νά μᾶς κάνει καλύτερους! Νά μάθουμε στή ζωή νά μή ζητοῦμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό Θεό τόν ἵδιο. Νά μήν Τόν βλέπουμε σάν πνευματικό σοῦπερ μάρκετ, ἦλθα νά πάρω καί νά φύγω καί ἀδιαφορῶ γιά Τόν ἱδιοκτήτη! Νά μάθουμε νά κοιτᾶμε τό Θεό στά μάτια καί ὄχι στά χέρια! Νά  ζητοῦμε διακαῶς καθημερινά Αὐτόν καί μόνο Αὐτόν. Γιά ὅλα τ’ ἄλλα θά κανονίσει Αὐτός καί ἡ ἀτέλειωτη ἀγάπη Του γιά ἐμᾶς.

           


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ. “ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΑΛΕΝΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.”


               περικοπή τῆς ΙΣΤ΄ Κυριακῆς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται τήν ἡμέρα αὐτή ἀγαπητοί μου, εἶναι μία πού δέν τήν ἀκοῦμε τακτικά στόν ἐτήσιο κύκλο τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν. Τοῦτο συμβαίνει διότι ἡ δυνατότητα ἀναγνώσεώς της, ἔχει νά κάνει μέ τήν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα. Ἐάν αὐτό εἶναι νωρίς, ἡ περικοπή παραλείπεται. Ἐάν αὐτό ὅπως ἐφέτος εἶναι ἀργά, τότε ἀναγινώσκεται στή σειρά της. Εἶναι δέ ἰδιαιτέρως σημαντική γιατί μᾶς ἐπισημαίνει τή σημασία τῶν ταλάντων, δηλαδή τῶν χαρισμάτων, ὡς δώρων Θεοῦ στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Ἄς προσπαθήσουμε νά ἀναφέρουμε κάποιες χρήσιμες σκέψεις.

          Στήν καθημερινότητά μας, χρησιμοποιοῦμε ὅρους, λέξεις, ἐκφράσεις, πού προέρχονται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἱδιαιτέρως ἀπό τά ἱερά εὐαγγέλια. Αὐτό δείχνει πόσο σημαντικά εἶναι γιά τή ζωή μας καί πόσο τήν ἀφοροῦν καί τήν ἐπιρεάζουν. Πολλές φορές θέλοντας νά μιλήσουμε γιά κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα ἑνός ἀνθρώπου χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο ταλέντο. Τόν ἵδιο (ἄνθρωπο) κάποτε τόν ὀνομάζουμε καί ταλαντοῦχο. Ἡ λέξη ταλέντο πού εἶναι συνώνυμη μέ τή λέξη χάρισμα, προέρχεται ἀπό τή λέξη τάλαντο καί γεννᾶται ἀπό τή συγκεκριμένη εὐαγγελική περικοπή τῶν ταλάντων.

          Ἀπό τό λεξικό Σταματάκου μαθαίνουμε πώς ἡ λέξη ΤΑΛΑΝΤΟ σημαίνει τή ζυγαριά, τήν πλάστιγγα. Κάθε τι πού ζυγίζεται. Ἀπό τή διαδικασία αὐτή τοῦ ζυγίσματος βγαίνει καί ἡ χρηματική ἔννοια τῆς λέξεως. Τό τάλαντο στήν ἀρχαιότητα ἦταν καί χρηματική μονάδα, ἡ ὁποία προέκυψε ἀπό τή ἀντιστοίχιση τοῦ βάρους συγκεκριμένης ποσότητας καθαροῦ χρυσοῦ ἤ ἀσημιοῦ σέ χρῆμα. (Ἕνα ἀρχαίο ἑλληνικό τάλαντο, ἀντιστοιχοῦσε σέ εἰκοσιέξι κιλά καθαροῦ ἀσημιοῦ). Ἀντιλαμβανόμαστε νομίζω τήν ἀξία τοῦ ταλάντου ὡς νόμισμα. Τέλος, στήν ἐξήγηση τοῦ συγκεκριμένου λύματος μαθαίνουμε ἐπίσης, πώς  σήμαινε αὐτό πού ἔπαιρνε κάποιος κατά ἀναλογία, κατά ἀντιστοίχιση.  

          Ὁ Χριστός μας, εἶπε τήν παραβολή αὐτή λίγο πρίν τό μυστικό δεῖπνο καί τή σύλληψή Του. Ἔχει κι αὐτό τή σημασία Του. Ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου αὐτοῦ, λίγο πρίν πάψει νά διδάσκει καί νά συμβουλεύει τούς ἀνθρώπους, τούς  πληροφορεῖ γιά αὐτό πού θά γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία Του. Τότε πού στόν κόσμο αὐτό πολίτευμα, δηλαδή τρόπος ζωῆς, θά εἶναι τό πολίτευμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

          Ἄς ἀναφέρουμε ἐν συντομία τήν παραβολή. Κάποιος ἄρχοντας κάλεσε τούς ὑπηρέτες του καί τούς μοίρασε κατ’ἀναλογία τήν περιουσία του. Στόν ἕνα ἔδωσε πέντε τάλαντα, στόν ἄλλο ἔδωσε δύο  καί στόν τρίτο ἕνα. Μετά ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ. Ὁ πρώτος ἐργάστηκε μέ αὐτά καί τά ἔκανε δέκα. Ὁ δεύτερος τό ἵδιο καί τά ἔκανε τέσσερα. Ὁ τρίτος μόλις τό πῆρε, ἄνοιξε ἕνα λάκο καί τό ἔκρυψε. Κάποτε ἐπιστρέφει ὁ ἄρχοντας καί τούς καλεῖ νά τοῦ δώσουν ἀναφορά. Ὁ πρώτος τοῦ παρουσιάζει δέκα τάλαντα, καθώς ὅπως λέει ἐργάστηκε καί τά διπλασίασε. Ὁ ἄρχοντας τόν ἐπιβραβεύει ἐπαινῶντας τον καί καλῶντας τον στή χαρά πού ἐτοιμάζει. Ὁ δεύτερος ἐπίσης τό ἵδιο ἐνεργῶν τοῦ παρουσιάζει τέσσερα τάλαντα. Ὁ ἄρχοντας καί αὐτόν τόν ἐπιβραβεύει καί τόν καλεῖ ἐπίσης στή χαρά του.

Ὁ τρίτος ξεθαύει τό ἕνα τάλαντο καί τοῦ τό δίνει λέγοντάς του πώς τό ἔκανε αὐτό ἀπό φόβο. Γιατί εἶναι ἄνθρωπος σκληρός πού θερίζει ἀπό ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρε καί μαζεύει ἀπό ἐκεῖ πού δέ σκόρπισε. Τότε ὁ ἄρχοντας θύμωσε πολύ καί τόν μάλωσε αὐστηρά λέγοντάς του πώς θά μποροῦσε ἔστω νά τό βάλει στήν τράπεζα καί τώρα νά τοῦ τό ἐπέστρεφε μέ τόν ἀνάλογο τόκο. Τέλος διέταξε νά τοῦ πάρουν τό τάλαντο καί νά τό δώσουν σ’αὐτόν πού ἔχει τά δέκα καί αὐτόν νά τόν πετάξουν ἔξω. Στό σκοτάδι! Ἐκεῖ πού εἶναι τό κλᾶμα καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Τόν ἀποκαλεῖ δέ ἀχρείο, δηλαδή ἄχρηστο!

Ὅπως καταλαβαίνουμε καί γιά νά συνεχίσουμε ἀπό ἐκεῖ πού τό ἀφήσαμε, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε τήν παραβολή αὐτή γιά τό τί θά συμβεῖ ὅταν ξαναέλθει δοξασμένος γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους. Τότε λοιπόν θά μᾶς ἐλέγξει γιά τό πῶς ζήσαμε καί ποιό συγκεκριμένα γιά τό πῶς διαχειριστήκαμε τά διάφορα ταλέντα-χαρίσματα πού μᾶς χάρισε. Ἀπό τόν ἀψευδή λόγο τοῦ Ἰησοῦ κατά τή διήγηση τῆς παραβολῆς, συμπεραίνεται πώς κανένας ἄνθρωπος δέν μένει χωρίς χάρισμα. Ὅλοι καί ἀναλόγως τή δυναμική καί τίς δυνατότητες μας, λαμβάνουμε ἕνα ἤ καί περισσότερα χαρίσματα.

Ἡ λέξη χάρισμα καί μόνο, μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε πώς κάποιος μᾶς δίνει κάτι ὡς δῶρο, ὡς προῖκα. Ὡς κάτι πολύ μεγάλης ἀξίας, μέ τό ὁποίο μποροῦμε νά ζήσουμε στόν κόσμο αὐτό. Νά κερδίσουμε τή ζωή ἀλλά καί νά γίνουμε καί ὅσο ὡφέλιμοι μποροῦμε. Κατανοῶντας πώς τό χάρισμα ἤ τά χαρίσματά μας, εἶναι δωσμένα ἀπό Θεοῦ καί μέ αὐτά μποροῦμε νά βροῦμε τήν ἀξία μας στή ζωή ἀλλά καί νά βοηθήσουμε καί τούς ἄλλους.

Εἰδικότερα γιά ἐμᾶς πού εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί μέλη τοῦ σώματός Του, ἡ Ἐκκλησία Του, τά ταλέντα ἤ χαρίσματα παίρνουν μία ἄλλη ἔννοια καί σημασία. Μέ τή γέννησή μας ἔχουμε ἤδη κάποια χαρίσματα. Αὐτά διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος εὐλογοῦνται καί πέρνουν καί μία ἁγιοπνευματική διάσταση. Ἐκκλησιοποιοῦνται. Διά τοῦ μυστήριου τοῦ ἁγίου Χρίσματος ἐνεργοποιοῦνται καί γίνονται χριστοφόρα. Δηλαδή γίνονται τρόποι καί δυνάμεις πού μέσα ἀπό τήν ἔκφρασή τους μπορεῖ νά φανερώνεται ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ποιότητα τῆς πίστεως πού ἔχουμε μέσα μας.

Ἀκριβῶς δέ γι αὐτό εἶναι αἰτίες ἀπό τίς ὁποίες ὅπως ὁ Χριστός, καλούμαστε νά μήν τά χρησιμοποιοῦμε γιά νά εἴμαστε καλύτεροι ἤ ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά νά τούς βοηθοῦμε καί νά τούς συμπληρώνουμε. Ὅπως κάνει στόν καθένα μας καί ὁ Χριστός. Μᾶς εὐεργετεῖ δωρεάν καί ὑπηρετεῖ τήν ἐνότητα. Αὐτό τονίζει καί ὁ ἀπόστολος Παύλος ὅταν λέει πρός τούς Γαλάτες «...ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὔτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Τό χάρισμα ἤ τά χαρίσματα μέσα στήν πίστη μας δέν εἶναι αἰτίες γιά νά φαινόμαστε ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά νά βοηθοῦμε καί νά συμπληρώνουμε τίς ἀδυναμίες τους. Τό ταλέντο ἤ τά ταλέντα ἐν Χριστῷ δέν εἶναι τρόποι γιά νά κυριεύω καί νά ὑπερισχύω τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, ἀλλά νά τούς συντρέχω καί νά τούς ὑπηρετῶ. Ὅπως κάνει σέ ὅλους ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τελικά μιά κοινωνία χαρισμάτων-ταλέντων.

Τώρα τό ἄλλο σημαντικό, εἶναι πώς δέν πρέπει νά δυσανασχετοῦμε  ἐάν κάποια στιγμή καταλάβουμε, πώς κάποιος μπορεῖ νά ἔχει κάποιο παραπάνω ταλέντο ἀπό ἐμᾶς. Ὁ σοφός καί δίκαιος δημιουργός δίνει κατ’ἀναλογίαν ὅ,τι μπορεῖ καί ἀξίζει νά ἔχει ὁ καθένας. Ἡ εὐθύνη μας ὡς πρός τό ταλέντο ἤ τά ταλέντα μας εἶναι νά ἐργαστοῦμε καί νά τά αὐξήσουμε. Νά κοπιάσουμε γιά αὐτά. Νά τά κάνουμε ἀναφορά στό Χριστό καί ζητῶντας τήν θεία ἐνίσχυσή Του νά τά αὐξήσουμε κατά τρόπο ἀρεστό σέ Αὐτόν. Νά φανοῦμε ἄξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης Του, τῆς δωρεᾶς Του.

Τέλος, τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα ὅσα εἴπαμε, εἶναι τό ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά μπορέσουμε ἐγκαίρως νά ἀνακαλύψουμε τό ἤ τά ταλέντα-χαρίσματά μας. Ἀπό αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τοῦ χαρακτῆρα μας καί συνεκδοχικά οἱ ποιότητες τῆς πίστεως, τῆς κοινωνίας, τῆς ζωῆς μας. Τό πῶς ὑπήρξαμε ἀπέναντι στό δῶρο ἤ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, θά λειτουργήσει θετικά ἤ ἀρνητικά γιά τόν καθένα μας ἐν ἡμέρα κρίσεως.

        Νομίζω πώς μιά μεγάλη αἰτία ἀπό τήν ὁποία ὑποβιβάσθηκε καί ἱσοπεδώθηκε ἡ ζωή μας, παρόλη τήν πρόοδο καί τόν ἐκσυγχρονισμό, ἦταν ἡ θεωρία τοῦ βολέματος. Ἡ θυσία μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς καί τῶν δυνατοτήτων της νά προσφέρει δημιουργικά, στό βωμό ἑνός σίγουρου μισθοῦ  κάποιας θέσεως, μέσω γνωριμιῶν καί πολιτικῶν συμφερόντων. Σέ ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ, ἔρχονται μέχρι καί σήμερα τά πολλῶν εἰδῶν τάλεντ σόους «talent shows», τά ὁποία χωρίς σίγουρα θεολογικό ὑπόβαθρο, μᾶς ὑπενθυμίζουν τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τά τάλαντα πού ποτέ δέ χάνονται...