ρητό


ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΣΙΓΗΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΒΑΘΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.


ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. «Η ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ»




Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ... Τήν ψυχή μου Κύριε πού ἔχει παραλύσει  μέσα ἀπό κάθε εἴδους ἁμαρτία καί λάθος πράξη πού κάνω...ἔγειρον τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ καὶ τὸν Παράλυτον, ἤγειρας πάλαι,...σήκωσε μέ τή θεϊκή σου ἐξουσία, ὅπως κάποτε σήκωσες καί τόν παράλυτο... ἵνα κράζω σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστέ, τῷ κράτει σου... ἔτσι ὥστε νά φωνάζω θεραπευμένος· εὔσπλαχνε Χριστέ, δοξασμένη δύναμή Σου.

Παράλυτη καί πεσμένη κατάχαμα καταλαβαίνει τήν ψυχή του ἀγαπητοί μου, ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου πού προαναφέραμε. Πεσμένη κατάχαμα καί ἀδύνατη νά κινηθεῖ, ὅπως ὁ παράλυτος τῆς σημερινῆς ἡμέρας, τέταρτης Κυριακῆς ἀπό τοῦ Πᾶσχα. Καί ζητᾶ ἀπό τό Χριστό νά τή σηκώσει ὄρθια διά τοῦ θείου ἐλέους καί συγχωρήσεώς Του.

Ἡ ὁποία συγχώρηση θεράπευσε ὅπως εἴδαμε στή σημερινή Εὐαγγελική περικοπή τόν παράλυτο. Μία δυστυχισμένη ὕπαρξη πού τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια κείτονταν καί σερνόταν στήν δεξαμενή τῆς Βηθεσδᾶ καί περίμενε πότε θά ἔρθει ἡ στιγμή νά πέσει πρώτος αὐτός, τήν ὥρα πού ὁ Ἄγγελος Κυρίου θά τάραζε τά νερά, ἔτσι ὥστε νά θεραπευθεῖ, νά βρεῖ τή γιατρειά του.

Δοκιμαζόταν ὄχι μόνο ἡ ὑγεία του ἀλλά καί ἡ ὑπομονή του. Πόσο εὔκολο εἶναι  νά περιμένεις ἐναγωνίως ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μία στιγμή γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τά βάσανα καί νά βλέπεις τόν διπλανό σου νά πέφτει πρώτος ἐπειδή... ἐπειδή ἔχει κάποιον δίπλα του. Κακό πρᾶγμα ἡ μοναξιά. Ἀπελπισία καί κατάθλιψη. Δοκιμάστηκε πολύ...πάρα πολύ.

Γι αὐτό καί μόλις τόν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς ἄν θέλει νά γίνει καλά, δέν τοῦ ἀπάντησε πώς ναί, θέλει, ἀλλά πώς δέν ἔχει ἄνθρωπο γι αὐτό. Εἶναι νομίζω πολύ συγκλονιστικό αὐτό. Μέσα στό μυαλό καί τήν καρδιά του εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ μεγάλα φωτεινά γράμματα: «θεραπεία=βοηθός ἄνθρωπος». Σίγουρα στό βάθος τοῦ ἐαυτοῦ του θά προσευχόταν καί θά παρακαλοῦσε τό Θεό, νά τοῦ βρεθεῖ κάποιος πού θά τόν πάρει καί θά τόν ρίξει πρώτον στά ταραγμένα νερά. Μιά προσευχή πού κράτησε τριάντα ὀκτώ χρόνια! Θέλει ὑπομονή καί καρτερία ἡ προσευχή.

Ἦλθε ὅμως ἡ ἡμέρα πού τά βάσανά του θά τελείωναν. Ἦλθε ἡ ἡμέρα πού θά βρισκόταν ὁ βοηθός ἄνθρωπος γιά νά θεραπευθεῖ. Ὁ ΘεἌνθρωπος τόν πλησιάζει καί τοῦ προσφέρει τήν ἴαση. Καί πῶς γίνεται αὐτό; Μέ ἕνα λόγο Του: «Σήκω ἐπάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε». Τόσο ἀπλά. Οἱ Ἰουδαίοι τόν εἶδαν νά κινεῖται ἔτσι καί αὐτό πού πρόσεξαν ἦταν πώς ἧταν ἡμέρα Σαββάτου καί δέν θά ἔπρεπε νά τό κάνει αὐτό! (sic).

Αὐτός τούς εἶπε πώς αὐτός πού τόν θεράπευσε τοῦ εἶπε νά κάνει καί δέν ἤξερε καί ποιός ἦταν. Ἀργότερα στό ναό ὁ παράλυτος συναντήθηκε μέ τόν Ἰησοῦ. Σίγουρα θά πῆγε νά εὐχαριστήσει τό Θεό γιά τή θεραπεία του. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Κοίταξε, θεραπεύθηκες. Μήν ξαναμαρτήσεις νά μή σοῦ συμβεῖ κάτι χειρότερο». Ἐκείνος βγῆκε καί διέδωσε ὅτι ὁ Χριστός τόν θεράπευσε.

Ὅπως καταλαβαίνουμε, ἡ θεραπεία του ἔγινε διά τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν του. Τή στιγμή πού τόν θεραπεύει ὁ Χριστός δέν τοῦ λέει ὡς συνήθως: «ἀφεωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», σίγουρα ὅμως τοῦ παρέχει τή συγχώρηση. Αὐτό εἶναι τό φάρμακο. Ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Πιθανόν τήν ὥρα ἐκείνη νά μήν ἤθελε νά τό πεῖ, γιά νά μή στερήσει ἔστω καί λίγο κάτι ἀπό τή χαρά τῆς θεραπείας στόν παράλυτο. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἁμαρτίες του ἦταν ἡ αἰτία τῆς παράλυσής του, ὅταν τό συνάντησε στό ναό τοῦ ἐπεσήμανε τήν αἰτία τῆς ἀσθένειάς του, ἔτσι ὥστε νά προσέχει στό μέλλον μή τοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο.  

Σίγουρα σέ ἐμᾶς ἀκούγεται κάπως παράξενο καί ὁπωσδήποτε θά ἀποροῦμε. Οἱ ἁμαρτίες, μποροῦν νά προκαλέσουν σωματική ἀσθένεια; Τό νά εἶσαι κακός ἄνθρωπος, ἁμαρτωλός μπορεῖ νά σοῦ προξενήσει ἀναπηρία; Τόσοι ἐγκληματίες, τόσοι δολοφόνοι, τόσοι ἀπατεῶνες, τόσοι ἁμαρτωλοί! Ὅλοι λίγο πολύ εἴμαστε ἁμαρτωλοί! Θά ἔπρεπε νά ἔχουμε κάποια ἀσθένεια! Πῶς γίνεται αὐτό; Οἱ ἁμαρτίες νά σέ ἀρρωσταίνουν; Ἄς θυμηθοῦμε ὅμως πόσες θεραπείες κάνει ὁ Χριστός μας, διά τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν!

Εἶναι νομίζω μία εὐκαιρία ἀγαπητοί μου ἡ σημερινή ἡμέρα, νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τό τί εἶναι ἁμαρτία. Γιατί ἐκεῖ εἶναι τό κρίσιμο σημεῖο. Τό τί καταλαβαίνουμε ὡς ἁμαρτία καί ἄρα νά καταλάβουμε καί πῶς ἡ ἁμαρτωλότητα μπορεῖ νά φέρει π.χ. μία παραλυσία, ὅπως βλέπουμε στή σημερινή Εὐαγγελική περικοπή.

Οἱ περισσότεροι, ἄν ὄχι ὅλοι, καταλαβαίνουμε τήν ἁμαρτία ὡς παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἤ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι καί νόμος Του. Δημιουργοῦμε ἔτσι μέσα μας μία ἀντίληψη περί Θεοῦ, περί πίστεως, ἐπιρεαζόμενοι ἀπό τό νομικό καθεστώς πού προκύπτει ἀπό τή σχέση ἑνός δυνατοῦ μέ ἕνα ἀδύνατο. Ὁ Θεός εἶναι ὁ δυνατός, ὁ ἀναμάρτητος, ὁ ἐξουσία ἔχων καί ἐπιβάλει τό νόμο Του στούς ἀνθρώπους. Τίς δέκα ἐντολές ὅπως λέμε καί γενικότερα ἕνα σωρό ἀπαγορεύσεις καί διατάξεις. Τίς ὁποίες παρόλω πού τίς φοβόμαστε, δέν τίς τηροῦμε καί στό ἔπακρο γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Ὅλοι, λιγότερο ἤ περισσότερο κάποια στιγμή ξεγλιστροῦμε ἀπό τό νομικό αὐτό καθεστώς καί τότε ἁμαρτάνουμε.

Μέσα ἀπό τή διαδικασία αὐτή ἀναδυκνείεται ἡ ἠθική. Δηλαδή ἕνας ὅρος-χαρακτηρισμός πού παράγει ἕνα διαχωρισμό σέ καλό καί κακό. Σέ ἠθικό καί ἀνήθικο. Σέ τίμιο καί ἄτιμο. Σέ πρέπον ἤ σέ ἄπρεπο. Σέ ἐπιτρεπτό ἤ ἀνεπίτρεπτο. Σέ θεάρεστο ἤ μή θεάρεστο. Σέ μή ἁμαρτωλό ἤ ἁμαρτωλό. Ἔτσι μοιραία δημιουργεῖται τελικά μία νομικῆς φύσεως πίστη. Ἡ ὁποία  ὑποχρεώνει ὑποταγή στό Θεῖο θέλημα, μέ τήν ἠθική νά εἶναι ὡς τό μόνο ζητούμενο καί ἐπιδιωκόμενο, ἀλλά καί αὐτό πού θά κρίνει καί θά κατατάξει τόν κάθε ἄνθρωπο. Αὐτό πού τελικά θά τόν δικαιώσει ἤ ὄχι. Τό ἄν καί πόσο ἠθικός μπορεῖ νά γίνει.

Ἀλλά μέσα ἀπό αὐτή τή διαδικασία πόσο ἠθικός μπορεῖ νά εἶναι κάποιος, ἀφοῦ μέσα σ’αὐτή ὁ,τιδήποτε ἀπολαυστικό ἀπαγορεύεται; Ἡ ἠθική ἔτσι ὅπως ὑπάρχει εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά ἐπιτευχθεῖ. Καί ἐπειδή εἴμαστε ἀδύναμοι καί θέλουμε κάποια στιγμή καί μία ἀπόλαυση βρέ ἀδελφέ, τότε κατρακυλοῦμε στήν ἁμαρτία! Κατρακυλοῦμε; Ἡ τήρηση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὅπως εἴπαμε εὔκολη, γι αὐτό καί κάποτε ἀπό ἀδυναμία γινόμαστε ὑποκριτές «διϋλίζοντας τόν κώνωπα καί καταπίνοντες τήν κάμηλον».

Γι αὐτό ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχει εἰπωθεῖ καί μία φράση: «Ἀλοίμονο σ’αὐτούς πού εἶναι τίμιοι γιατί δέν μποροῦν νά εἶναι ἄτιμοι καί ἠθικοί γιατί δέν μποροῦν νά εἶναι ἀνήθικοι». Τό μήνυμα τῆς φράσεως αὐτῆς εἶναι τραγικό! Γιατί φανερώνει μία τραγωδία πού διαδραματίζεται στό βάθος τοῦ ἐαυτοῦ μας. Καί πώς αὐτό πού δείχνουμε ἐξωτερικά δέν ἀντιστοιχεῖ πάντοτε μέ αὐτό πού εἴμαστε ἐσωτερικά. Ὁ ὁρισμός τῆς ὑποκρισίας!

Ἡ ἁμαρτία ὅμως δέν εἶναι ἔννοια ἠθική, ἀλλά ὀντολογική. Δηλαδή ἡ ἁμαρτία δέν ἔχει νά κάνει μέ τό περιτύλιγμα πού εἶναι ἡ ἠθική, ἀλλά μέ τό περιεχόμενο. Τήν ὕπαρξη.  Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κατάσταση πού στήν πραγματικότητα δηλητηριάζει, σκοτώνει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μία κατάσταση ἐνάντια στή φύση του, μία «παρά φύσιν»κατάσταση. Καί τά παράγωγά της, θάνατος. .. «Τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, θάνατος» θά γράψει ὁ ἀπ. Παῦλος στούς Ρωμαίους.

Τό ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὀντολογική, δηλαδή θέμα ζωῆς καί θανάτου, φαίνεται ἀκόμη ἀπό τούς πρωταμαρτήσαντες πρωτοπλάστους. Τό προϊόν τῆς παραβάσεως τους θά ἦταν ὁ θάνατος καί ὄχι κάποια τιμωρία, ἀποτέλεσμα παραβάσεως τῆς ἠθικῆς ἑνός νόμου. Ἡ τιμωρία ἔχει καί διόρθωση, σωφρονισμό. Ὁ θάνατος ὅμως δέν ἔχει ἐπιστροφή. Ὁ θάνατος ἐπίσης, ὄχι ὁ αἰφνίδιος, εἶναι τό τέλος τῆς ὑγείας, ἄρα ἡ ἀσθένεια ὡς ἔλλειψη ὑγείας εἶναι μία γεύση θανάτου. Ἡ ἁμαρτία ὅπως προείπαμε εἶναι ἐνάντια στή φύση μας καί τή δηλητηριάζει. Μποροῦμε λοιπόν νά καταλάβουμε πώς ἡ διάπραξη της μπορεῖ νά προκαλέσει ἀσθένεια στήν ὕπαρξή μας. Νά τή γεμίσει μέ πνευματικά τοξικά ἀπόβλητα.

Ἐδῶ θά πρέπει νά κάνουμε μία διευκρίνηση. Ἡ ἐξ ἁμαρτίας ἀσθένεια δέν μπορεῖ νά προκληθεῖ ἀπό μία μεμονομένη πράξη, πού μπορεῖ νά γίνει καί ἀπό ἐπιρεασμό, ἀλλά ἀπό μία συνεχόμενη ἁμαρτητική διάθεση πού ὡθεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπερβολή. Στήν πλεονεξία. Στήν πλεονεξία γιά αὐτό πού σημαίνει ἡ ἴδια ἡ λέξη. Στήν ἔξη, δηλαδή στή συνήθεια τοῦ ἐπί πλέον, τοῦ παραπάνω. Στήν μή ἰκανοποίηση καί στή διάθεση γιά ὅλο περισσότερο.

Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση μας ἔχει ὁρισμένες προδιαγραφές, πού προσωπικά γιά τόν καθένα εἶναι καί διαφορετικές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ὑπερβολῆς παραβιάζει αὐτές τίς προδιαγραφές ἁμαρτάνει. Δηλαδή παραβιάζει τή δυναμική του καί στρέφεται ἐνάντια στόν ἐαυτό του. Κάνει κακή χρήση τῆς λειτουργικότητάς του. Δουλεύει τή μηχανή τῆς ὑπάρξώς του συνεχῶς στό τέρμα. Μοιραία κάποια στιγμή θά πάρει ὡς ἀποτέλεσμα τή ζημία, δηλαδή τήν ἀσθένεια. Ἡ ὁποία ἀνάλογα μέ τήν ἔνταση καί τή διάρκεια, μπορεῖ νά ἐπιφέρει καί τό θάνατο.

Ἀγαπητοί μου. Ὅλα ὅσα εἴπαμε μπορεῖ νά μήν εἶναι καί ἀρκετά,  θεωρῶ ὅμως ὅτι εἶναι ἰκανά νά ἐξηγήσουν στήν ἀγάπη σας, τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς αἰτία ἀσθένειας. Αὐτό πού θά ἤθελα νά συγκρατίσουμε εἶναι ὅτι ἡ ἀμαρτία δέν εἶναι μία μεμονομένη πράξη παράβασης ἑνός ἠθικοῦ νόμου μικρή ἤ μεγάλη, ἀλλά μία βαθύτερη διάθεση, προσανατολισμός καί στάση ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὁποία παρόλω πού ἰκανοποιεῖ, στήν πραγματικότητα εἶναι ἐνάντια στή φύση μας καί τή φθείρει. Τήν ἐξασθενεῖ.

Ἡ ζωή, ἡ ὑγεία, εἶναι δώρα τοῦ Θεοῦ καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος δουλεύει τήν ἁμαρτία, ἀτιμάζει τά δώρα αὐτά καί αὐτοκαταστρέφεται. Ἀσθενεῖ. Γίνεται μία κατάσταση πού ὀντολογικά δέ χωράει στό Θεό, δηλαδή δέν ἔχει σωτηρία.  Γι αὐτό ἡ μόνη θεραπεία, εἶναι ἡ συγχώρηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Δηλαδή ἡ ἐπαναπρόσληψή του στό  φιλάνθρωπο καί ὑγιές περιβάλλον τοῦ Πανάγαθου, Πανεικτήρμονα καί Ἐλεήμονα Θεοῦ. Ἀμήν.

 




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου