ΕΔΩ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ: https://soundcloud.com/r1rmrt4qbvg4/hz1getfcwvlf
Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος,...Μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια χαλασμένα καί νεκρά... σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ Τυφλὸς ἐκ γενετῆς,... Σέ ἐσένα Χριστέ μου ἔρχομαι ὅπως ὁ γεννημένος τυφλός...ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει, τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον... Καί σέ μετάνοια εὐρισκόμενος σοῦ φωνάζω· Αὐτῶν πού εἶναι στό σκοτάδι, Ἐσύ εἶσαι τό φῶς τό ποιό λαμπρό.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς του ἀγαπητοί μου, ὁ τυφλός τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δέν εἶδε ποτέ τίποτε γιατί γεννήθηκε τυφλός. Καί μάλιστα ὄχι ἀπλά τυφλός, ἀλλά κυριολεκτικά ἀόματος, χωρίς μάτια. Οἱ κόγχες τοῦ προσώπου του δέν εἶχαν βολβούς! Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἦταν σάν νά μή γεννήθηκε καί παρέμενε στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀφοῦ δέν εἶχε τήν ἰκανότητα νά δεῖ τί καί ποιός ὑπάρχει γύρω του. Ἔμαθε νά ζεῖ ἀκούγοντας. Προσπαθοῦσε νά δεῖ μέ τά αὐτιά του.
Ἀλλά καί τί νά καταλάβει ἔτσι; Καί νά τοῦ ἔλεγαν γιά τό μπλέ τοῦ οὐρανοῦ, πῶς νά σχηματίσει τή σωστή εἰκόνα ἀφοῦ δέν εἶχε δεῖ ποτέ στή ζωή του κανένα χρῶμα! Ἀπό αὐτό μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς ταυτίζονται οἱ ἔννοιες τῶν ρημάτων βλέπω καί γνωρίζω. Ἡ ὅραση ὁλοκληρώνει τή γνώση. Καταλαβαίνεις σωστά κάτι, ὅταν μπορεῖς καί τό βλέπεις. Καταλαβαίνεις;;;
Τό τροπάριο πού προαναφέραμε, μᾶς κάνει
λόγο γιά μιά ἰδιαίτερη τυφλότητα. Αὐτήν τῆς ψυχῆς. Μᾶς μιλάει γιά τά μάτια τῆς
ψυχῆς. Καί ὁπωσδήποτε θά ἀποροῦμε καί θά σκεφτόμαστε: Ἔχει ἡ ψυχή μάτια; Θά ἔχει! Γιά νά τό λέει ὁ ὑμνωδός, σίγουρα κάτι θά
ξέρει! Ναί ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά μάτια; Ποῦ εἶναι; Πῶς δουλεύουν;
Ἡ ὕπαρξή μας ἀγαπητοί μου ἔχει δύο ὑποστάσεις,
τήν ὑλική καί τήν πνευματική. Κατά κανόνα στήν καθημερινότητά μας ἀντιλαμβανόμαστε
καί δουλεύουμε κυρίως τήν ὑλική. Ζοῦμε, ἐνεργοῦμε ἐπάνω στή βάση τῶν αἰσθητῶν
πραγμάτων. Στήν ἀντίληψή μας καί ἄρα στήν ἐπεξεργασία τῶν αἰσθήσεων μας
κυριαρχοῦν αὐτά πού εἶναι ὀρατά, τά ὑλικά ὅπως λέμε. Τά ὁποία εἶναι βεβαίως
πάρα πολλά καί ἔτσι γεμίζουν τή ζωή, τήν ὕπαρξή μας.
Γινόμαστε κι ἐμεῖς «ὑλικοί» ὡς ὑπάρξεις καί τό ἐνδιαφέρον μας καί οἱ μέριμνές μας κινοῦνται γύρω ἀπό αὐτά. Σ’αὐτό βοηθᾶ ὅτι τά περισσότερα εἶναι ἀναγκαία γιά τή ζωή μας. Ἐκπληρώνουν καί ἰκανοποιοῦν βασικές ἀνάγκες καί ἔνστικτά μας. Αὐτό δέν εἶναι κακό, δέν εἶναι λάθος. Γιά νά ζήσουμε θά πρέπει καθημερινά νά μποροῦμε νά παίρνουμε ὅ,τι χρειάζεται καί εἶναι ἀπαραίτητο γι αὐτό. Τό πρόβλημα ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἀπό τή στιγμή πού ἡ «κεραία» τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ συνείδησή μας, συντονίζεται καί εὐθυγραμίζεται ἀποκλειστικά σέ αὐτά.
Τότε ξεχνοῦμε σχεδόν τελείως αὐτό πού προαναφέραμε. Ὅτι ἡ ὕπαρξή μας ἔχει δύο ὑποστάσεις, θά μπορούσαμε νά ποῦμε δύο ζωές. Τήν ὑλική καί τήν πνευματική. Ὁ κόσμος, ὁ ὀρίζοντάς μας στενεύουν, γίνονται μικροί, ἐγκλωβίζονται ὅπως προείπαμε στά αἰσθητά καί ἀγνοοῦμε, χάνουμε τελείως τήν πνευματική ὑπόσταση τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε σάρκες ὅπως ἀναφέρεται τό ἀνθρώπινο εἶδος στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Νῶε.
Τό πνευματικό ὄργανο ὅμως τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ ψυχή δέν χάνεται ποτέ. Μάλιστα ὑπάρχει καί μετά τό θάνατό μας. Ἡ ψυχή λοιπόν τί κάνει; Πῶς ὑπάρχει; Μέ τί καί μέ ποιά ἀσχολεῖται; Ἡ ἴδια γιά νά ζήσει ὡς πνευματική ὑπόσταση, δέν θέλει τήν ἀνάλογη τροφή; Φυσικά καί θέλει. Θέλει πνευματική τροφή! Καί ποιά εἶναι ἡ πνευματική τροφή; Δέν εἶναι δύσκολο νομίζω νά καταλάβουμε ὅτι εἶναι ἡ πίστη.
Ποιά πίστη ὅμως, αὐτή πού περιορίζεται στό ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός καί ὁ Υἱός Του ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο; Καί μετά ἔγινε ἡ Ἐκκλησία πού ἔχει τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους πού ἔχει καί γιορτές καί στίς ὁποίες πολλές φορές κάνουμε καί γλέντια καί περνᾶμε καλά; Ὄχι ἀγαπητοί μου! Ὄχι αὐτή ἡ πίστη! Αὐτή ἡ πίστη δέν εἶναι ζωή! Δέν ἔχει αἰωνιότητα! Δέν ζωοποιεῖ τήν ψυχή! Τήν ἐξασθενεῖ! Τή νεκρώνει!
Τήν κάνει νά μήν εἶναι αὐτό πού μπορεῖ νά εἶναι, δηλαδή ὁ κυρίαρχος καί ὁ ὁδηγός τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ φωτεινή δύναμη πού δείχνει καί μᾶς ὡθεῖ νά θέλουμε νά ἀνεβοῦμε πνευματικά, δηλαδή νά ἐνωθοῦμε μέ τό Θεό. Τότε ἡ ψυχή συμπνίγεται μέσα στά αἰσθητά καί ὑλικά καί χάνει τό φῶς της! Τά μάτια της παθαίνουν ζημιά! Τυφλώνεται! Ξεχνάει ὅτι ἡ πίστη εἶναι μία καθημερινά ἐνεργούμενη σχέση μέ τό Θεό.
Ἀφοῦ νεκρώνεται, δέν ζητάει, δέν ἐπιθυμεῖ, δέν ἐνεργεῖ αὐτά πού τήν τρέφουν. Τήν προσευχή, τή νηστεία, τόν ἐκκλησιασμό, τήν ἐξομολόγηση, τή Θεία κοινωνία, τήν ἀνάγνωση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤ ἄλλων πνευματικῶν βιβλίων. Τόν καλό ἀγώνα γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Τόν ἀνάλογο ἀγώνα μέ τήν κακότητα καί τήν ἁμαρτία πού ὑπάρχουν αὔθονες στή ζωή τριγύρω μας ἀλλά καί μέσα μας. Τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί κυρίως τῆς ταπεινώσεως καί τῆς συγχωρήσεως. Τήν ἐπιθυμία τῆς σωστῆς καί ὁλοκληρωμένης μετάνοιας.
Τά μάτια λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ αἴσθησή της γιά ὅ,τιδήποτε τήν ἀφορᾶ καί καταλαβαίνουμε ὅτι λειτουργοῦν σωστά, ὅτι βλέπουν καλά, ἀπό τό πῶς καί τό τί μᾶς δείχνουν ὡς ζητούμενα καί ἀναγκαία γιά τή ζωή μας. Τά θέλω, οἱ ἐπιθυμίες μας, μᾶς δείχνουν τό πῶς ὑπάρχουν καί τό πῶς δουλεύουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἄν δουλεύουν σωστά. Ἀν βλέπουν καλά. Ἄν τελικά μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή κοντά στό Χριστό ἤ χωρίς νά τό καταλάβουμε καί κυρίως ἀπολαυστικά, μᾶς ὁδηγοῦν στό χαμό καί στήν αἰώνια κόλαση.
Γιά νά μπορεῖ ἡ ψυχή νά εἶναι πραγματικά ζῶσα καί τά μάτια της νά δουλεύουν σωστά, θά πρέπει καθημερινά νά εἶναι συνδεμένη μέ τό ἕνα καί μοναδικό φῶς. Τό ὑπέρλαμπρο ὅπως μᾶς εἶπε τό προαναφερθέν τροπάριο, τό Χριστό. Ὁ Ὁποίος ὅπως λέει στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο Του: «...Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου· Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή περιπατήση ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ἔξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· Ὅποιος μ’ἀκολουθήσει δέν θά βαδίσει στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἀποκτήσει τό φῶς τῆς ζωῆς.
Αὐτό τό φῶς φαίνεται πώς δέν τό εἶχαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, ὅπως βλέπουμε καί στή σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, παρόλῳ πού ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι τῆς πίστεως! Γι αὐτό καί δέν μποροῦν νά δοῦν, ἄρα νά καταλάβουν καί ἔτσι νά ἀποδεχθοῦν, ὅτι γιά νά βρεῖ ὁ δύστυχος καί ταλαίπωρος ἀόματος τυφλός τό φῶς του, ἐνήργησε ἡ ἐνσαρκωμένη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὁ Μεσσίας πού περιμένανε! Γιά ἄλλη μία φορά τά μάτια τῆς ψυχῆς τους μποροῦν νά δοῦν μόνο τό ὅτι εἶναι Σαββάτο καί ὅποιος θεραπεύει τέτοια ἡμέρα, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ! (sic)
Αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη τυφλότητα τῆς ψυχῆς, ἡ πώρωση! Ἡ σκλήρυνση καί ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς! Ἡ ἐπικίνδυνη αὐτή κατάσταση πού δημιουργεῖται ὅταν ἡ ψυχή ἀκινητοποιεῖται καί μπαίνει σέ λήθαργο. Ὅταν κυριαρχεῖ μία παράξενη, δυσδιάκριτη, ἀλλά πολλή ἐπικίνδυνη αὐτάρκεια τῆς πίστεως. Πού δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση πώς γνωρίζει καλά τό Θεό καί μπορεῖ κάθε τι πού συμβαίνει, νά καταλάβει ἄν εἶναι ἀπό Αὐτόν ἤ ὄχι. Ὅτι μπορεῖ νά ἐξηγεῖ καί νά ἐρμηνεύει ἀποκλειστικά καί μόνο αὐτή, τό Θεό καί τό θέλημά Του.
Κάτι τό ὁποίο δέν εἶναι καθόλου ἀπλό καί εὔκολο. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό, ὁ Ὁποίος καί πάλι μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι: «...εἰς κρίμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἴνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». «Ἐγώ ἦλθα γιά νά φέρω κρίση στόν κόσμο, ἔτσι ὥστε οἱ τυφλοί νά βροῦν τό φῶς τους καί αὐτοί πού βλέπουν νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί.
Αὐτό μᾶς ἀποδεικνύει περίτρανα πώς πάντοτε ὡς πρός τήν πίστη θά πρέπει νά λέμε: «Ξέρω πολλά. Ξέρω ἀρκετά. Ἄραγε, πόσα ἀκόμη ἔχει νά μάθω;» Γιά νά μάθω ὅμως, θά πρέπει νά προσπαθήσω, νά καθαρθῶ, γιά νά ἔρθει ἔτσι ὁ φωτισμός καί ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ στή ζωή, στήν ψυχή μου. Γιά νά μπορέσω νά δῶ κατά Χριστόν, θά πρέπει πρῶτα νά ὑπάρξω ὡς τυφλός. Καί ὡς τέτοιος νά ἐμπιστευθῶ τό Χριστό καί νά Τόν κάνω ὁδηγό μου. Νά κάνω τό Εὐαγγέλιό Του τρόπο ζωῆς. Γιά νά γίνει τότε Ἐκείνος «φῶς ταῖς τρίβοις μου καί λύχνος τοῖς ποσί μου», δηλαδή «φῶς στούς δρόμους πού θά διαβῶ καί λυχνάρι γιά νά βλέπουν ποῦ θά πατοῦν τά πόδια μου». Δῶσ’ Κύριε τοῦτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου