Τό πολυτιμότερο ἀγαθό ἀγαπητοί μου εἶναι
ἡ ὑγεία. Σ’αὐτό νομίζω πώς ὅλοι συμφωνοῦμε. Ὡς εὐχή δέ κυριαρχεῖ ἀνάμεσά μας· «Ὑγεία!
Ὑγεία πάν’ἀπ’ ὅλα! Πρώτα ἡ ὑγεία!» καί ἄλλα πολλά εὐχητικά ἐπιφωνήματα σέ κάθε
εὐκαιρία. Ὅπως ἐπίσης συνήθως λέμε, τήν ἀξία της τήν καταλαβαίνεις ὅταν τή
χάνεις. Ὅταν ἔρχεται ἡ στιγμή νά δοκιμασθεῖς, νά ταλαιπωρηθεῖς ἤ ἀκόμα καί νά
πλησιάσεις τό θάνατο. Τότε, ἐπιστρέφοντας ὑγιῆς ἀξιολογεῖς τά πράγματα, τίς
προτεραιότητες τῆς ζωῆς καλύτερα καί λές πώς θά προσέχεις πλέον περισσότερο.
Ἔτσι γίνεται καί μακάρι ἔτσι νά γίνεται γιά
μιά ζωή. Γιατί τήν προσοχή αὐτή δύσκολα τή διατηροῦμε καί πολύ λίγοι εἶναι
συνεπείς στό λόγο τους ὡς πρός αὐτό. Ἔχει τόν τρόπο της ἡ καθημερινότητα νά σέ ἀποκοιμίζει
καί μέ ἕνα γλυκό καί συνήθως καί εὐχάριστο τρόπο νά σέ κάνει νά τό ξεχνᾶς καί
νά ἐπανέρχεσαι στήν ἀπροσεξία ὡς πρός τή διατήρηση τῆς ὑγείας.
Ἰδιαίτερα
στίς ἡμέρες μας μέσα ἀπό τήν περιπέτεια τῆς πανδημίας, ἡ σημαντικότητα τῆς ὑγείας
εἶναι σέ καθημερινή διάταξη. Ὅ,τι γίνεται, ὅποια μέτρα παίρνονται, ὅ,τι ἀλλάζει
κάθε τόσο, γίνονται γιά τό καλό μας, γιά τήν προστασία τῆς ὑγείας μας. Ἡ ὑγεία
παρουσιάζεται καί ὡς εὐθύνη. Καί εἶναι! Ὡς ἐλεύθεροι ζῶντες ἄνθρωποι μποροῦμε
καί πρέπει νά διαχειριστοῦμε σωστά τό ὑπέρτατο αὐτό ἀγαθό! Αὐτό τό δῶρο τῆς ζωῆς!
Γιατί
ἡ ὑγεία εἶναι συνώνυμο τῆς ζωῆς. Μπορεῖ ὡς δεδομένα νά εἶναι διαφορετικά, ὅμως
τό ἕνα ἐμπεριέχει τό ἄλλο καί τό ἕνα ἐπαληθεύεται ἀπό τό ἄλλο. Κι αὐτό γιατί ἡ ὑγεία,
μᾶς δίνει τήν ἀπαραίτητη ὑποδομή καί τό προαπαιτούμενο γιά νά ἔχει νόημα ἡ ζωή
μας, τήν ποιότητα. Γιατί ζωή εἶναι πολλά, πάρα πολλά. Ὅλα ὅμως δέν τήν κάνουν
καί ποιοτική. Κάποια μάλιστα τήν κάνουν τυρρανία! Κόλαση! Τέτοια πού λές:
«τέτοια ζωή, τί νά τήν κάνω;» καί σκέφτεσαι ἐκείνο τοῦ Σαίξπηρ: «νά ζεῖ κανείς ἤ
νά μή ζεῖ;». Κάπως ἔτσι πιθανότατα θά πρέπει νά ἦταν καί οἱ δέκα λεπροί τῆς
σημερινῆς Κυριακάτικης εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Ὁ
Χριστός μας, ὅπως μᾶς ἀφηγεῖται τό ἱερό κείμενο ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο,
περνοῦσε ἀπό ἕνα χωριό. Στήν εἴσοδό του
Τόν συνάντησαν δέκα λεπροί ἄνδρες. Στάθηκαν μακριά Του λόγω τῆς ἀσθενείας τους
καί φώναζαν ἱκετευτικά: «Ἰησοῦ ἀφέντη (ἐπιστάτα), ἐλέησέ μας!». Βλέποντάς τους ὁ
Ἰησοῦς τούς λέει νά πᾶνε καί νά δείξουν τούς ἐαυτούς τους στούς ἱερεῖς. Αὐτοί ἀμέσως
ξεκίνησαν καί κατά πορεία τους αὐτή καθάρισαν, θεραπεύτηκαν!
Ὅμως
μόνο ὁ ἕνας ἀπ’αὐτούς συναισθανόμενος τό θαῦμα καί τήν εὐεργεσία τοῦ Ἰησοῦ
γύρισε πίσω νά πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Μάλιστα ἔπεσε μέ τό
πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί ἔτσι ἔδειξε τήν εὐγνωμοσύνη του ἀλλά καί δόξασε
τό ὅνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνοντάς του τό λόγο τόν ρωτᾶ: «Δέκα δέ
θεραπεύτηκαν; Οἱ ἐννέα ποῦ εἶναι; Κανείς ἀπ’αὐτούς δέ βρέθηκε νά ἐπιστρέψει γιά
νά δοξάσει τό Θεό καί νά πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ;» Τελειώνοντας δέ εἶπε στόν εὐχαριστοῦντα. «Σήκω
καί πήγαινε γιατί ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε!».
Ἀπό
τήν τελευταία φράση τοῦ Ἰησοῦ θά ἦταν καλό νά βγάλουμε κάποια, νομίζω πολύ
χρήσιμα συμπεράσματα, πού σίγουρα μᾶς ἀφοροῦν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν μία πολύ
δύσκολη καί θανατηφόρα ἀσθένεια, ἡ ὁποία τούς καταδίκαζε σέ ἕνα ἀργό καί
βασανιστικό θάνατο. Θεραπεία δέν ὑπῆρχε. Γι αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἀσθενοῦντες ἀπό
λέπρα ζοῦσαν καί τήν ἀπόρριψη καί τόν στιγματισμό ἀπό τούς συνανθρώπους τους. Ἦταν καταδικασμένοι νά ζοῦν, γιά ὅσο ἀντέξουν,
μακριά ἀπό τήν κοινωνία, ἀκόμη καί ἀπό τούς δικούς τους ἀνθρώπους!
Διαμόρφωναν
μιά ἱδιαίτερη «ἀσθενοῦσα»κοινωνία καί σέ αὐτήν πλέον ἀνῆκαν. Ἡ κατάσταση αὐτή ἦταν
μία καραντίνα τῆς ἐποχῆς καί σέ πολλά σημεία ταιριάζει μέ τήν πανδημία τῆς ἐποχῆς
μας. Ἐπειδή ἡ ἀσθένεια συνδεόταν καί μέ τήν ἁμαρτία πού πάντα ὑπάρχει στή ζωή, ὑπῆρχε
ἡ θεώρηση ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀρωστήσει μέ τέτοια ἀσθένεια λόγω κάποιων ἁμαρτιῶν.
Γι
αὐτό ἀλλά καί γιατί τό ἱερατείο τῆς ἐποχῆς εἶχε καί ὑγειονομικές εὐθύνες, ἦταν
αὐτό πού θά πιστοποιοῦσε τήν ἐνδεχόμενη θεραπεία ἑνός τέτοιου ἀσθενοῦς καί τήν ἐπιστροφή
του στήν κοινωνία. Ἐπί τούτου ὁ Χριστός εἶπε στούς λεπρούς νά πᾶνε καί νά
δείξουν τούς ἐαυτούς τους στούς ἱερεῖς. Ἀπό τήν ἀντίδρασή τους στό λόγο Του αὐτό,
θά προέκυπτε καί ἡ θεραπεία τους. Ἡ ὁποία ἔγινε, γιατί ὑπάκουσαν χωρίς ἀκόμα νά
ἧταν θεραπευμένοι. Ἡ ἐν πίστῃ ὑπακοή τους ἦταν αὐτή πού συνήργησε μέ τή θεία
χάρη γιά τή θεραπεία τους.
Ὅμως
τόση ἦταν ἡ χαρά τους, πού ξέχασαν ὅτι θά ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν γιά νά ποῦν ἕνα
εὐχαριστῶ. (ἄραγε ἐμεῖς θά τό σκεφτόμασταν;). Αὐτή ἀκριβῶς ἡ συμπεριφορά καί ἐνέργεια
τῶν ἐννέα, εἶναι κοντά σ’αὐτό πού προαναφέραμε. Ὅτι ἡ ἀσθένεια μᾶς κάνει νά ἐκτιμοῦμε
πολλά καί ἡ ὑγεία μᾶς κάνει νά ξεχνοῦμε ἐπίσης πολλά!
Ἐδῶ
τώρα θά ἤθελα νά ἀναφερθοῦμε καί στό ποιό σημαντικό ἴσως πού προκύπτει, ἀπό τή
σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὁ Ἰησοῦς κλείνει τήν ὅλη ἱστορία μέ τή φράση πού
λέει πρός τόν ἐπιστρέψαντα, πρώην ἀσθενή Σαμαρείτη: «Σήκω καί πήγαινε· ἡ πίστη
σου σέ ἔσωσε.». Αὐτή ἡ φράση θά πρέπει
νά μᾶς προβληματίσει ἀπό λίγο ἔως πάρα πολύ!
Ὅπως
εἴπαμε στήν ἀρχή, ἡ ὑγεία ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους ὡς τό πολυτιμότερο ἀγαθό.
Μήπως ὅμως δέν εἶναι ἔτσι; Μήπως ὑπάρχει κάτι ἄλλο πολυτιμότερο; Ναί! Ὑπάρχει!
Ποιό εἶναι αὐτό; Ἡ σωτηρία μας! Δηλαδή τό νά καταφέρουμε νά βάλουμε τή ζωή μας
στή ζωή τοῦ Θεοῦ. Νά βροῦμε τόπο δίπλα στό Θεό. Τό νά μπορέσουμε ὅσο ζοῦμε νά
σιγουρέψουμε τήν μέλλουσα αἰωνιότητά
μας, στήν μακαριότητα τῆς αἰωνιότητας τοῦ Θεοῦ! Ναί! Γι αὐτό θά ἔπρεπε νά εἴμαστε
ἔτοιμοι νά θυσιάσουμε ἀκόμη καί τήν ἐδῶ ζωή μας!
Ἀλλά
αὐτό δέν εἶναι εὔκολο νά τό ἀντιληφθοῦμε καί νά τό ἐπιθυμήσουμε στόν κόσμο μας.
Λίγοι τό καταλαβαίνουν καί ἀκόμη ποιό λίγοι ἴσως τό ἐπιτυγχάνουν. Γιατί; Γιατί
τά «μάτια μας» δέν κοιτοῦν τόν οὐρανό, ἀλλά τή γῆ! Γιατί τά θέλω μας δέν
προσπαθοῦμε νά τά ἀναφέρουμε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί παραδινόμαστε ἀμαχητί
στό λάϊφ στάϊλ (life
style),
(πού μᾶς προτείνουν οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν καί δημαγωγοί), καί πού τελικά εἶναι
ντέθ στάϊλ (death
style).
Γιατί
βλέπουμε τήν πίστη περισσότερο ὡς βόλεμα καί ὄχι ὡς θυσία καί ἀγώνα. Γιατί
κοιτοῦμε τό Χριστό στά χέρια καί ὄχι στά μάτια! Γιατί τά θεωροῦμε ὅλα ὡς
δεδομένα καί ἀμετάκλητα καί ξεχνοῦμε πώς ὅλα ὅσα ὑπάρχουν γύρω μας, ἀκόμη καί ἡ ἵδια μας ἡ ζωή, εἶναι δώρα τοῦ Θεοῦ! Σέ αὐτή
δέ τήν προοπτική νά βάλουμε καί τήν ὑγεία
μας. Νά τή δοῦμε μέσα ἀπό τή σχέση μας μέ τό Θεό.
Νά
σκεφθοῦμε πώς: «Τί νόημα ἔχει νά ζῶ, ἄν δέ ζῶ, ἄν δέν χαίρομαι, ἄν δέν ἔχω τό
Χριστό;». Τί «ποιότητα μπορεῖ νά ἔχει ἡ ζωή, ἄν δέν τή γεμίζει ἡ ζωντανή, ἀληθινή
καί ἐνεργής σχέση μου μέ τό Χριστό;
Μήπως μέσα ἀπό μιά δυσκολία, μιά ἀσθένεια, συναντήσω, γνωρίσω καλύτερα
τό Χριστό; Μήπως τελικά μιά ζωή ὅπως τήν ὀνειρεύονται οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς
εἶναι ἀσθένεια καί μιά ζωή μέ ἀγώνα, δυσκολίες καί ἀσθένεια εἶναι ὑγεία;»
Αὐτό
νομίζω πώς ἦταν καί τό σκεπτικό μέσα ἀπό τό ὁποίο διαμορφωνόταν ἡ πίστη ὅλων αὐτῶν,
πού συχνά τιμοῦμε καί γιορτάζουμε, τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ναί σίγουρα! Γι
αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλαβε πληροφορία πώς δέν θά ἡσυχάσει ἀπό τήν ἀσθένειά
του. Γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἤξερε ὅτι εἶχε, μέσα ἀπό τήν ἀσθένεια γίνεται
τέλεια καί ὁλοκληρωμένη. Γι αὐτό καί πάλι ἔγραψε: «Δι ἐμέ τό ζεῖν Χριστός, τό
δέ ἀποθανεῖν κέρδος!». Μήπως θά ἔπρεπε νά τό δοῦμε σοβαρά κι ἐμεῖς;
Ο Θεός να μας φωτίσει.. Ευλογήσων
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΜΗΝ. ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφή