ρητό


ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΣΙΓΗΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΒΑΘΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ.

 


«ΠΟΛΛΟΙ ΜΕΝ ΟΙ ΚΛΗΤΟΙ, ΟΛΙΓΟΙ ΔΕ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ»

Μία ἀπό τίς καλές καί μεγάλες ἰκανοποιήσεις καί ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς μας εἶναι τό φαγητό μέ μία καλή παρέα γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι. Ἱδιαίτερα ὅταν ἡ παρέα εἶναι ἕνα οἰκογενειακό περιβάλον, τότε ὅπως λέμε συσφύγκονται καί αὐξάνονται οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν συγγενῶν. Τό ἵδιο συμβαίνει καί μέ τούς φίλους. Ἕνα γεῦμα ἤ ἕνα δεῖπνο μεταξύ αὐτῶν, δημιουργεῖ προϋποθέσεις γιά μία βαθύτερη καί οὐσιαστικότερη σχέση. Ἡ ζεστασιά καί ἡ θαλπωρή τοῦ φαγητοῦ, τοῦ πιοτοῦ καί τῆς συναντήσεως, ζεσταίνει τίς ψυχές, ἀνοίγει τίς καρδιές καί φέρνει πιό κοντά τούς ἀνθρώπους. Δίνοντάς τους ἔτσι τήν εὐκαιρία γιά μία καλύτερη γνωριμία.

Ὁ Ἰησοῦς ἦταν καλεσμένος στό σπίτι ἑνός πλουσίου φαρισαίου γιά φαγητό, μαζί μέ ἄλλους τέτοιους σέ ἡμέρα Σαββάτου, πού ἦταν γιά τούς Ἐβραίους ὅτι εἶναι γιά ἐμᾶς ἡ Κυριακή. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς παρευρισκομένους ἦταν καί ἕνας ἄρρωστος ἀπό ὑδρωπικία. Μιά ἱδιαίτερη ἀσθένεια κατά τήν ὁποία ὁ ἀσθενής συγκρατεῖ ὑπερβολικές δώσεις νεροῦ σέ κοιλότητες τοῦ σώματός του. Ὁ  Χριστός τόν θεράπευσε δικαιολογώντας τήν πράξη του,  πώς  κι αὐτοί ἐάν ὁ γυιός ἤ τό βόδι τους ἔπεφταν σέ πηγάδι θά ἔκαναν κάθε προσπάθεια γιά νά σώσουν αὐτό πού εἶχαν. Ἐδῶ πρόκειται γιά ἕνα ἀσθενή ἄνθρωπο καί ἡ πράξη αὐτή εἶναι δικαιολογημένη καί ἀρεστή ἀπό τό Θεό.

Στή συνέχεια τόνισε στούς παρακαθήμενους πού ἦταν καί ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, πώς δέν πρέπει νά ἐπιζητοῦν τήν πρώτη θέση ὅταν εἶναι καλεσμένοι. Ἀλλά νά κάθονται στήν τελευταία θέση, ἔτσι ὥστε ἐάν τούς καλέσει ὁ οἰκοδεσπότης στήν πρώτη θέση νά εἶναι καί ἱδιαίτερη τιμή γι αὐτούς. Γιατί κάθε ὑπερήφανος θά ταπεινωθεῖ καί κάθε ταπεινός θά ὑψωθεῖ. Στό ἱερό κείμενο δέν περιγράφεται,  ἀλλά μποροῦμε συμπεράνουμε ὅτι γιά νά τό ἐπισημάνει ὁ Ἰησοῦς, θά εἶδε κάποια ἀνάλογη κατάσταση-φασαρία μεταξύ τῶν καλεσμένων, γιά τό ποιός θά καθήσει ποῦ, στό τραπέζι ὅπου ἦταν κι Αὐτός.

Στή συνέχεια συμβούλεψε στόν οἰκοδεσπότη λέγοντάς του πώς ὅταν θέλει νά φιλοξενήσει ἀνθρώπους γιά μεσημεριανό (ἄριστον) ἤ βραδυνό (δεῖπνο), νά καλεῖ ὅσους δέν ἔχουν τή δυνατότητα νά τοῦ τό ἀνταποδώσουν. Τότε θά ἔχει χάρη ἀπό τό Θεό καί θά τό βρεῖ μπροστά του στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἤ ἀλλιῶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ, κάποιος ἀπό τούς παρακαθημένους εἶπε πώς εὐτυχισμένος θά εἶναι ὅποιος θά καθίσει γιά φαγητό στό τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Ἰησοῦς παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό λόγο αὐτοῦ , εἶπε στούς παρευρισκομένους τήν παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου. 

« Κάποιος ἄνθρωπος ἐτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ἔστειλε τον ὑπηρέτη του νά ἐνημερώσει τούς καλεσμένους πώς ὅλα εἶναι ἔτοιμα καί μποροῦν νά ἔλθουν. Τότε ὅλως παραδόξως οἱ καλεσμένοι ἄρχισαν νά ἀρνοῦνται λέγοντας ὁ καθείς ἀπό μία δικιολογία. Ὁ ἕνας εἶπε πώς ἀγόρασε χωράφι καί πρέπει νά πάει νά τό δεῖ. Ὁ ἄλλος εἶπε πώς ἀγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια καί πρέπει νά πάει νά τά δοκιμάσει. Ὁ τρίτος εἶπε πώς παντρεύτηκε καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά πάει.

Ὁ ὑπηρέτης ἐνημέρωσε τόν οἰκοδεσπότη. Τότε ἐκείνος ὀργίσθηκε καί τόν διέταξε νά βγεῖ στήν πόλη καί νά πάει στίς πλατεῖες καί τούς δρόμους γιά νά βρεῖ ὅλους τούς ἀναξιοπαθοῦντες, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς καί νά τούς φέρει στό τραπέζι. Ὁ ὑπηρέτης τό ἔκανε αὐτό καί βλέποντας πώς τό τραπεζι χωράει καί ἄλλους τό ἀνέφερε στόν κύριό του. Τότε αὐτός τοῦ εἶπε νά ξαναβγεῖ καί νά πάει σέ κάθε στενό καί γωνιά τῆς πόλεως καί κάθε ἀπόμερο μέρος, γιά νά φέρει ὅσους ἄσημους εἶναι καί ἐκεῖ γιά να γεμίσει τό τραπέζι του. Λέγοντας πώς κανείς ἀπό τούς καλεσμένους δέν πρόκειται νά καθίσει στό τραπέζι του, γιατί δέν εἶναι πλέον εὐπρόσδεκτοι. Τελειώνοντας τόνισε πώς πολλοί εἶναι οἱ τιμώμενοι καλεσμένοι, λίγοι ὅμως εἶναι αὐτοί πού ἀξίζουν γιά νά καθίσουν στό τραπέζι. Πολλοί μέν οἱ κλητοί, ὁλίγοι δέ οἱ ἐκλεκτοί».

Ὅπως πάντα, ἔτσι καί μέ τήν παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου, ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς πληροφορήσει γιά πράγματα πού μᾶς ἀφοροῦν ἄμμεσα καί πρέπει νά τά προσέξουμε. Πρέπει νά τά προσέξουμε γιατί ἀφοροῦν τήν πίστη μας, δηλαδή τή σχέση μας με τό Θεό. Ἀπό τήν προσοχή, τό ἐνδιαφέρον μας ἤ ὄχι θά ἐξαρτηθεῖ καί ἡ σωτηρία μας. Δηλαδή ὅπως φαίνεται καί ἀπό τό ἱερό κείμενο, ἡ συμμετοχή μας στό τραπέζι τῆς Οὐράνιας Βασιλείας ἤ ὄχι.

 Ὁ Θεός ἐτοιμάζει ἕνα ἀνεπανάληπτο γεγονός γιά ἐμᾶς. Ἡ Βασιλεία Του εἶναι μία κατάσταση, μιά γιορτή πού ὅμοιά της δέν μπορεῖ κανείς ἐπί γῆς νά διοργανώσει. Πάντοτε τήν παρομοιάζει μέ ἕνα χαρούμενο καί εὐχάριστο γεγονός. Πλούσιο τραπέζι στήν παραβολή αὐτή, βασιλικό γάμο σέ ἄλλη, τή χαρά πού ἔχει ὁ βοσκός ὅταν βρίσκει τό χαμένο πρόβατο ἤ ἡ χῆρα ὅταν βρίσκει τό χαμένο δηνάριο καί γι αὐτό καλοῦν φίλους καί τούς κερνοῦν. Ἡ Βασιλεία Του εἶναι μια θεϊκή γιορτή, μιά κατάσταση χαρᾶς.

Ἐπίσημοι καλεσμένοι αὐτῆς εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ βαπτισμένοι, τά παιδιά Του. Τό ζητούμενο ὅμως εἶναι ἄν ἐμεῖς τό γνωρίζουμε αὐτό. Ἄραγε, ἔχουμε τή συναίσθηση καί τήν ἀντίληψη τῆς τιμῆς πού μᾶς κάνει ὁ Θεός; Ἔχουμε τήν κατανόηση ὅτι εἴμαστε οἱ ἐπίσημοι καλεσμένοι; Μιά γιορτή, ἕνα μεσημεριανό τραπέζι, ἕνα δεῖπνο, εἶναι συνδεδεμένα ἄμμεσα μέ τή ζωή μας ὡς κοινωνία ἀνθρώπων. Ὅταν αὐτά συμβαίνουν, διενεργοῦνται μέσα στό χρόνο καί τόν τόπο, πού εἶναι μιά συνέχεια. Τό κάλεσμα, προϋποθέτει μία ἐκ τῶν προτέρων γνωριμία καί ὁπωσδήποτε μία ἀγάπη, μία ἐκτίμηση καί ἕνα σεβασμό πού δημιουργεῖται ἀνάμεσα στά πρόσωπα.

Αὐτά ἀπό τη μεριά τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένα. Γι αὐτό καί μᾶς ἔχει πάντα ὡς κάτι πολύτιμο, ὡς παιδιά Του. Μᾶς προσέχει καί μᾶς τιμᾶ μέ τήν ἀγάπη Του. Ζητᾶ καί περιμένει ἀπό ἐμᾶς ὑπομονετικά τήν προσοχή μας, τήν ἀνταπόκριση σ’αὐτήν. Παρόλο πού εἶναι ἀνενδεής ὡς Θεός, δίνει ὅλη τήν προσοχή Του ἐπάνω σέ ἐμᾶς. Αὐτο φαίνεται καί ἀπό τό λόγο τοῦ Χριστοῦ-Θεοῦ στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, ὅτι καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας ἀκόμη εἶναι μία πρός μία μετρημένες ἀπό τό Θεό!! (κεφ.12,στ.7).

Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἔχει ὡς τό σημαντικότερο πράγμα. Ἐμεῖς Τόν ἔχουμε ἀναλόγως; Τό ἐνδιαφέρον, ἡ προσοχή μας, ἡ καρδιά μας, εἶναι στραμένα πρός Αὐτόν; Εἶναι ὁ Θεός καί συνεκδοχικά ἡ σχέση μας με Αὐτόν, δηλαδή ἡ πίστη μας, ὅ,τι ποιό σημαντικό ἔχουμε στή ζωή μας; Ἀναγνωρίζουμε καί ἀντιλαμβανόμαστε τήν τιμή καί τό μεγαλείο πού μᾶς δίνει τό ἐνδιαφέρον αὐτό τοῦ Θεοῦ; Ὁ Χριστός σέ ἄλλο σημείο, στό κατά Ματθαίον εὐαγγέλιο, μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι ἐκεῖ πού εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά μας (κεφ.6. στ.21). Τίθεται λοιπόν τό ἐρώτημα: Εἶναι ὁ Θεός ὁ θησαυρός μας, ἄρα γιά νά εἶναι σ’Αὐτόν καί ἡ καρδιά μας;

Ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν ἀφήγηση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι, ἔχουν τελικά ἄλλα ποιό σπουδαία, ποιό σημαντικά ἐνδιαφέροντα ἀπό τό Θεό καί τό κάλεσμά Του. Γιά τόν ἕνα εἶναι τό χωράφι του. Γιά τόν ἄλλο τά βόδια πού ἀγόρασε. Γιά τόν τρίτο ἡ γυναίκα πού παντρεύτηκε. Δυστυχῶς καί σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς ἔχουν ἀλλες προτεραιότητες, ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Οἱ καρδιές μας εἶναι δοσμένες σέ ἕνα σωρό σημαντικά πράγματα γιά τή ζωή μας, ἀλλά ὄχι στό Θεό. Γι αὐτό καί ἀκούγεται ἀνάμεσά μας ἡ φράση: ὁ Θεός τή δουλειά Του καί ἐμεῖς τή δουλειά μας. Διαχωρίζοντας ἔτσι τέλειως τή θέση μας ἀπέναντί Του.

Τώρα βέβαια κάποιοι θά ἀναρωτιώνται, θά ἀποροῦν καί θά ἀντιτίθενται. Ἡ πιό ἀπλή καί ἄμμεση ἀπάντηση ὅλων σέ αὐτή τή μομφή εἶναι: ἐγώ ἀγαπῶ τό Θεό, Τόν ἔχω μέσα στήν καρδιά μου, κάνω τήν προσευχή μου, ἀνάβω τό κερί μου.... Ναί πολύ καλά καί ἅγια ὅλα αὐτά, ἀλλά μέ ποιό βαθύτερο κίνητρο τά κάνεις; Τά κάνεις, γιατί εἶσαι συγκλονισμένος πάντοτε ἀπό τό ὅτι ἀναγνωρίζεις τό ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ πού προαναφέραμε καί ζητᾶς μόνο Αὐτόν; Ἤ θεωρώντας τήν πίστη ὡς μία θρησκευτική ὑποχρέωση, ἐκτελεῖς τά καθήκοντά σου, ἀλλά καταβάθος δέν αἰσθάνεσαι τήν καρδιά σου νά πάλλεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ὅταν νοερά κοιτάζεις τό Χριστό-Θεό, πού Τόν κοιτᾶς; Στά μάτια ἤ στά χέρια;

Τελικά ὅπως λένε καί οἱ πατέρες, εἶσαι ἐρωτευμένος-η μέ τό Θεό; Ὅπως μᾶς Τόν παρουσιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν 76η ὁμιλία του, ὁ Θεός-Χριστός ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο καί τοῦ λέει: « Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιον, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις ἐγώ· νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ἦλθα νὰ ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ. Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγώ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς διὰ σέ· ἔγινα καὶ ἐπαίτης διὰ σέ· ἀνέβηκα ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ σέ· ἐτάφην διὰ σέ· εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω διὰ σὲ παρακαλῶ τὸν Πατέρα· κάτω εἰς τὴν γῆν ἐστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς διὰ σέ. Ὅλα δι᾿ ἐμὲ εἶσαι σύ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερον θέλεις;». Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: ἡ καρδιά Μου χτυπάει γιά ἐσένα. Ἡ δικιά σου;

Δυστυχῶς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε τά πάντα, τόν ἐαυτό μας ὅλο, σέ ὅποιονδήποτε ἄλλο ἐνδιαφέρον καί ἔρωτα στόν κόσμο αὐτό, ἐκτός ἀπό τό Χριστό-Θεό. Γινόμαστε κομμάτια γιά νά ἀποκτήσουμε ἔμψυχα καί ἄψυχα ἀγαθά καί ὅταν κινδυνεύουμε νά τά χάσουμε, τότε θυμόμαστε τό Θεό καί Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς τά σώσει. Τελικά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι στή θέση πού πρέπει νά ἔχει ὁ Θεός στήν καρδιά μας, βάζουμε ὅ,τι δήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τό Θεό. Γι αὐτό καί στή σύγχρονη λαίλαπα τοῦ κορωνοϊοῦ, ἡ ἐπιβίωσή μας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποσότητα τοῦ ἀντισηπτικοῦ πού θά βάλουμε ἤ τή μάσκα πού θά φορέσουμε ἤ τό ἐπερχόμενο ἐμβόλιο καί  ὄχι ἀπό τήν ἀγάπη, τή δύναμη καί τό ἔλεος του ἐρωτευμένου μέ ἐμᾶς Χριστοῦ.....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου